κορυνθεύς: Difference between revisions
From LSJ
τὰ καλὰ καὶ συμφέροντα ταῖς ψυχαῖς ἡμῶν καὶ εἰρήνην τῷ κόσμῳ → what is good and profitable to our souls, and for peace to the world
(6_8) |
m (LSJ1 replacement) |
||
(6 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=koryntheys | |Transliteration C=koryntheys | ||
|Beta Code=korunqeu/s | |Beta Code=korunqeu/s | ||
|Definition=έως, ὁ, < | |Definition=-έως, ὁ,<br><span class="bld">A</span> [[basket]], [[Hesychius Lexicographus|Hsch.]]<br><span class="bld">II</span> [[cock]], Id. | ||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''κορυνθεύς''': -έως, ὁ, «[[κόφινος]], κάλαθος» Ἡσύχ. ΙΙ. «[[ἀλεκτρυών]]», ὁ αὐτ. | |lstext='''κορυνθεύς''': -έως, ὁ, «[[κόφινος]], κάλαθος» Ἡσύχ. ΙΙ. «[[ἀλεκτρυών]]», ὁ αὐτ. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=[[κορυνθεύς]], -έως, ὁ (Α)<br /><i>([[κατά]] τον <b>Ησύχ.</b>)</i> α) «[[κόφινος]], [[κάλαθος]]» β. «[[ἀλεκτρυών]]», [[πετεινός]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[κόρυς]], -<i>υθ</i>-<i>ος</i> <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>εύς</i> ([[πρβλ]]. [[γραμματεύς]], [[γραφεύς]]) με [[ανάπτυξη]] έρρινου στοιχείου -<i>ν</i>- προ του -<i>θ</i>-, όπως ακριβώς και το [[κόρυνθος]]. | |||
}} | }} |
Latest revision as of 09:17, 25 August 2023
English (LSJ)
-έως, ὁ,
A basket, Hsch.
II cock, Id.
Greek (Liddell-Scott)
κορυνθεύς: -έως, ὁ, «κόφινος, κάλαθος» Ἡσύχ. ΙΙ. «ἀλεκτρυών», ὁ αὐτ.
Greek Monolingual
κορυνθεύς, -έως, ὁ (Α)
(κατά τον Ησύχ.) α) «κόφινος, κάλαθος» β. «ἀλεκτρυών», πετεινός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κόρυς, -υθ-ος + κατάλ. -εύς (πρβλ. γραμματεύς, γραφεύς) με ανάπτυξη έρρινου στοιχείου -ν- προ του -θ-, όπως ακριβώς και το κόρυνθος.