φιλυρέα: Difference between revisions

(6_9)
m (LSJ1 replacement)
 
(7 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=filyrea
|Transliteration C=filyrea
|Beta Code=filure/a
|Beta Code=filure/a
|Definition=ἡ, <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> <b class="b2">mock privet, Phillyrea media</b>, <span class="bibl">Thphr.<span class="title">HP</span>1.9.3</span>; but φιλλυρέα is f.l. for [[φιλύρα]] in Dsc.1.96.</span>
|Definition=ἡ, [[mock privet]], [[Phillyrea media]], [[Theophrastus|Thphr.]] ''[[Historia Plantarum|HP]]'' 1.9.3; but φιλλυρέα is [[falsa lectio|f.l.]] for [[φιλύρα]] in Dsc.1.96.
}}
}}
{{pape
{{pape
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''φῐλῠρέα''': ἡ, [[εἶδος]] θάμνου, philyrea, Θεοφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 1. 9, 3, Διοσκ. 1. 125· [[ἐνίοτε]] φέρεται [[ἡμαρτημένως]] [[φιλλυρέα]]. ― Ἴδε Κόντου Φιλολογικὰ Σύμμικτα ἐν Ἀθηνᾶς τόμ. Γ΄, σ. 574.
|lstext='''φῐλῠρέα''': ἡ, [[εἶδος]] θάμνου, philyrea, Θεοφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 1. 9, 3, Διοσκ. 1. 125· [[ἐνίοτε]] φέρεται [[ἡμαρτημένως]] [[φιλλυρέα]]. ― Ἴδε Κόντου Φιλολογικὰ Σύμμικτα ἐν Ἀθηνᾶς τόμ. Γ΄, σ. 574.
}}
{{grml
|mltxt=και [[φιλλυρέα]], η, ΝΑ<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>βοτ.</b> [[γένος]] αγγειόσπερμων δικότυλων [[φυτών]] που ανήκει στην [[οικογένεια]] [[ελαιίδες]] της τάξης ελαιώδη και το οποίο περιλαμβάνει [[τέσσερα]] [[περίπου]] είδη αειθαλών θάμνων ή δέντρων που [[είναι]] ιθαγενή της περιοχής της Μεσογείου και της νοτιοδυτικής Ασίας<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[είδος]] θάμνου, η [[φυλίκη]]<br /><b>2.</b> (στον τ. [[φιλλυρέα]]) εσφ. γρφ. του τ. [[φιλύρα]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[φιλύρα]] <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>έα</i> ([[πρβλ]]. [[συκέα]]). Ως όρος της νεοελλ. η λ. [[είναι]] αντιδάνεια, <b>πρβλ.</b> νεολατ. <i>phillyrea</i>].
}}
}}

Latest revision as of 11:06, 25 August 2023

English (LSJ)

ἡ, mock privet, Phillyrea media, Thphr. HP 1.9.3; but φιλλυρέα is f.l. for φιλύρα in Dsc.1.96.

German (Pape)

[Seite 1289] ἡ, ein beerentragender Baum, eine Art Ligustrum, Diosc., auch φιλλυρέα geschrieben.

Greek (Liddell-Scott)

φῐλῠρέα: ἡ, εἶδος θάμνου, philyrea, Θεοφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 1. 9, 3, Διοσκ. 1. 125· ἐνίοτε φέρεται ἡμαρτημένως φιλλυρέα. ― Ἴδε Κόντου Φιλολογικὰ Σύμμικτα ἐν Ἀθηνᾶς τόμ. Γ΄, σ. 574.

Greek Monolingual

και φιλλυρέα, η, ΝΑ
νεοελλ.
βοτ. γένος αγγειόσπερμων δικότυλων φυτών που ανήκει στην οικογένεια ελαιίδες της τάξης ελαιώδη και το οποίο περιλαμβάνει τέσσερα περίπου είδη αειθαλών θάμνων ή δέντρων που είναι ιθαγενή της περιοχής της Μεσογείου και της νοτιοδυτικής Ασίας
αρχ.
1. είδος θάμνου, η φυλίκη
2. (στον τ. φιλλυρέα) εσφ. γρφ. του τ. φιλύρα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < φιλύρα + κατάλ. -έα (πρβλ. συκέα). Ως όρος της νεοελλ. η λ. είναι αντιδάνεια, πρβλ. νεολατ. phillyrea].