τοκήεσσα: Difference between revisions

From LSJ

ξένῳ δὲ σιγᾶν κρεῖττον ἢ κεκραγέναι → it's better for a stranger to keep silence than to shout (Menander)

Source
(6_9)
m (LSJ1 replacement)
 
(6 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=tokiessa
|Transliteration C=tokiessa
|Beta Code=tokh/essa
|Beta Code=tokh/essa
|Definition=ἡ, of a woman, <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> <b class="b2">having had children</b>, <span class="bibl">Hp.<span class="title">Nat.Mul.</span>3</span>; <b class="b2">fertile</b>, Id.<span class="title">Steril.</span> 226.</span>
|Definition=ἡ, of a woman, [[having had children]], Hp.''Nat.Mul.''3; [[fertile]], Id.''Steril.'' 226.
}}
}}
{{pape
{{pape
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''τοκήεσσα''': ἡ, ([[τόκος]]) = [[τοκάς]], χήρῃσιν, αἱ νέαι ἐοῦσαι καὶ τοκήεσσαι χηρεύουσι Ἱππ. 564. 9., 646· 12, ἢν γυναῖκα μὴ δυναμένην τεκεῖν τοκήεσσαν ἐθέλῃς ποιῆσαι 681. 39.
|lstext='''τοκήεσσα''': ἡ, ([[τόκος]]) = [[τοκάς]], χήρῃσιν, αἱ νέαι ἐοῦσαι καὶ τοκήεσσαι χηρεύουσι Ἱππ. 564. 9., 646· 12, ἢν γυναῖκα μὴ δυναμένην τεκεῖν τοκήεσσαν ἐθέλῃς ποιῆσαι 681. 39.
}}
{{grml
|mltxt=ἡ, Α<br />[[τοκάς]] (Ι).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Ουσιαστικοποιημένος τ. του θηλ. ενός αμάρτυρου επιθ. <i>τοκήεις</i> <span style="color: red;"><</span> [[τόκος]] <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>ήεις</i> (<b>βλ. λ.</b> -<i>όεις</i>), <b>πρβλ.</b> <i>τολμ</i>-<i>ήεσσα</i>, θηλ. του <i>τολμ</i>-<i>ήεις</i>].
}}
}}

Latest revision as of 11:34, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: τοκήεσσα Medium diacritics: τοκήεσσα Low diacritics: τοκήεσσα Capitals: ΤΟΚΗΕΣΣΑ
Transliteration A: tokḗessa Transliteration B: tokēessa Transliteration C: tokiessa Beta Code: tokh/essa

English (LSJ)

ἡ, of a woman, having had children, Hp.Nat.Mul.3; fertile, Id.Steril. 226.

German (Pape)

[Seite 1125] ἡ, = τοκάς, Hippocr.

Greek (Liddell-Scott)

τοκήεσσα: ἡ, (τόκος) = τοκάς, χήρῃσιν, αἱ νέαι ἐοῦσαι καὶ τοκήεσσαι χηρεύουσι Ἱππ. 564. 9., 646· 12, ἢν γυναῖκα μὴ δυναμένην τεκεῖν τοκήεσσαν ἐθέλῃς ποιῆσαι 681. 39.

Greek Monolingual

ἡ, Α
τοκάς (Ι).
[ΕΤΥΜΟΛ. Ουσιαστικοποιημένος τ. του θηλ. ενός αμάρτυρου επιθ. τοκήεις < τόκος + κατάλ. -ήεις (βλ. λ. -όεις), πρβλ. τολμ-ήεσσα, θηλ. του τολμ-ήεις].