θυρσόλογχος: Difference between revisions

From LSJ

μὴ δὶς πρὸς τὸν αὐτὸν λίθον πταίειν → do not stumble twice on the same stone

Source
(6_9)
mNo edit summary
 
(8 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=thyrsologchos
|Transliteration C=thyrsologchos
|Beta Code=qurso/logxos
|Beta Code=qurso/logxos
|Definition=ὁ, <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> <b class="b2">thyrsus-lance</b>, <span class="bibl">Callix. 2</span>. </span><span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">II</span> as Adj., <b class="b3">θ. ὅπλα</b> <b class="b2">thyrsus-like</b> arms, <span class="bibl">Str.1.2.8</span>.</span>
|Definition=ὁ,<br><span class="bld">A</span> [[thyrsus]]-[[lance]], [[thyrsus-shaped spear]], Callix. 2.<br><span class="bld">II</span> as adjective, θυρσόλογχα ὅπλα [[thyrsus-like]] [[arm]]s, Str.1.2.8.
}}
}}
{{pape
{{pape
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''θυρσόλογχος''': ἡ, [[λόγχη]] ἐκ θύρσου, Καλλίξ. παρ’ Ἀθην. 200D. ΙΙ. ὡς ἐπίθ., θ. ὅπλα, ὅμοια πρὸς θύρσον, Στράβ. 19.
|lstext='''θυρσόλογχος''': ἡ, [[λόγχη]] ἐκ θύρσου, Καλλίξ. παρ’ Ἀθην. 200D. ΙΙ. ὡς ἐπίθ., θ. ὅπλα, ὅμοια πρὸς θύρσον, Στράβ. 19.
}}
{{grml
|mltxt=[[θυρσόλογχος]], -ον (Α)<br /><b>1.</b> όμοιος με θύρσο («θυρσόλογχα ὅπλα» — όπλα όμοια με θύρσο, <b>Στράβ.</b>)<br /><b>2.</b> <b>το αρσ. ως ουσ.</b> ὁ [[θυρσόλογχος]]<br />[[λόγχη]] δεμένη σε θύρσο ή [[λόγχη]] από θύρσο.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[θύρσος]] <span style="color: red;">+</span> -<i>λογχος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[λόγχη]]) [[πρβλ]]. [[επτάλογχος]], [[χρυσόλογχος]]].
}}
}}

Latest revision as of 06:18, 4 November 2021

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: θυρσόλογχος Medium diacritics: θυρσόλογχος Low diacritics: θυρσόλογχος Capitals: ΘΥΡΣΟΛΟΓΧΟΣ
Transliteration A: thyrsólonchos Transliteration B: thyrsolonchos Transliteration C: thyrsologchos Beta Code: qurso/logxos

English (LSJ)

ὁ,
A thyrsus-lance, thyrsus-shaped spear, Callix. 2.
II as adjective, θυρσόλογχα ὅπλα thyrsus-like arms, Str.1.2.8.

German (Pape)

[Seite 1227] ὁ, Thyrsuslanze, eine mit Epheu u. Weinlaub umwundene Lanze, Callixen. bei Ath. V, 200 d. – Adj., ὅπλα θυρσόλογχα θεῶν Strab. I, 19.

Greek (Liddell-Scott)

θυρσόλογχος: ἡ, λόγχη ἐκ θύρσου, Καλλίξ. παρ’ Ἀθην. 200D. ΙΙ. ὡς ἐπίθ., θ. ὅπλα, ὅμοια πρὸς θύρσον, Στράβ. 19.

Greek Monolingual

θυρσόλογχος, -ον (Α)
1. όμοιος με θύρσο («θυρσόλογχα ὅπλα» — όπλα όμοια με θύρσο, Στράβ.)
2. το αρσ. ως ουσ.θυρσόλογχος
λόγχη δεμένη σε θύρσο ή λόγχη από θύρσο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θύρσος + -λογχος (< λόγχη) πρβλ. επτάλογχος, χρυσόλογχος].