κιρσοκήλη: Difference between revisions

From LSJ

Εἰ θνητὸς εἶ, βέλτιστε, θνητὰ καὶ φρόνει → Mortalis quum sis, intra mortalem sape → Bist sterblich du, mein Bester, denk auch Sterbliches

Menander, Monostichoi, 173
(6_10)
m (LSJ1 replacement)
 
(5 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=kirsokili
|Transliteration C=kirsokili
|Beta Code=kirsokh/lh
|Beta Code=kirsokh/lh
|Definition=ἡ, <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> <b class="b2">varicocele</b>, <span class="bibl">Cels.7.18</span>, Gal.7.730.</span>
|Definition=ἡ, [[varicocele]], Cels.7.18, Gal.7.730.
}}
}}
{{pape
{{pape
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''κιρσοκήλη''': ἡ, ἀνευρυσμὸς (πρήξιμον) τῶν σπερματικῶν ἀγγείων, Παῦλ. Αἰγιν. Ὁρισμ. 6. 64, Κέλσ. Ἰατρ. 7. 18.
|lstext='''κιρσοκήλη''': ἡ, ἀνευρυσμὸς (πρήξιμον) τῶν σπερματικῶν ἀγγείων, Παῦλ. Αἰγιν. Ὁρισμ. 6. 64, Κέλσ. Ἰατρ. 7. 18.
}}
{{grml
|mltxt=η (AM [[κιρσοκήλη]])<br />[[κιρσώδης]] [[διεύρυνση]] της έσω σπερματικής φλέβας και του φλεβώδους πλέγματος του σπερματικού τόνου στον άνδρα.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[κιρσός]] <span style="color: red;">+</span> [[κήλη]].
}}
}}

Latest revision as of 12:31, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κιρσοκήλη Medium diacritics: κιρσοκήλη Low diacritics: κιρσοκήλη Capitals: ΚΙΡΣΟΚΗΛΗ
Transliteration A: kirsokḗlē Transliteration B: kirsokēlē Transliteration C: kirsokili Beta Code: kirsokh/lh

English (LSJ)

ἡ, varicocele, Cels.7.18, Gal.7.730.

German (Pape)

[Seite 1442] ἡ, Geschwulst der Samenadern, Erweiterung der Blutgefäße od. Aderbruch am männlichen Gliede u. am Hodensacke, Medic.

Greek (Liddell-Scott)

κιρσοκήλη: ἡ, ἀνευρυσμὸς (πρήξιμον) τῶν σπερματικῶν ἀγγείων, Παῦλ. Αἰγιν. Ὁρισμ. 6. 64, Κέλσ. Ἰατρ. 7. 18.

Greek Monolingual

η (AM κιρσοκήλη)
κιρσώδης διεύρυνση της έσω σπερματικής φλέβας και του φλεβώδους πλέγματος του σπερματικού τόνου στον άνδρα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κιρσός + κήλη.