κλαδεία: Difference between revisions

From LSJ

οὐκ ἔστιν οὐδὲν κτῆμα κάλλιον φίλου → there is no possession lovelier than a friend

Source
(6_10)
m (LSJ1 replacement)
 
(6 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=kladeia
|Transliteration C=kladeia
|Beta Code=kladei/a
|Beta Code=kladei/a
|Definition=ἡ, <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> <b class="b2">pruning</b>, of the vine, <span class="title">Gp.</span>3.14.</span>
|Definition=ἡ, [[pruning]], of the vine, ''Gp.''3.14.
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''κλᾰδεία''': ἡ, καὶ κλάδευσις, εως, ἡ, τὸ κλάδευμα τῆς ἀμπέλου, Γεωπ. 3. 14, Ἀκύλας ἐν Παλ. Διαθ. ἐν ᾌσμ. ᾈσμ. Β΄, 12· ― κλαδεύματα, τά, φύλλα ἀπεσπασμένα, Γλωσσ.
|lstext='''κλᾰδεία''': ἡ, καὶ κλάδευσις, εως, ἡ, τὸ κλάδευμα τῆς ἀμπέλου, Γεωπ. 3. 14, Ἀκύλας ἐν Παλ. Διαθ. ἐν ᾌσμ. ᾈσμ. Β΄, 12· ― κλαδεύματα, τά, φύλλα ἀπεσπασμένα, Γλωσσ.
}}
{{grml
|mltxt=[[κλαδεία]], ἡ (Μ) [[κλαδεύω]]<br />η [[κλάδευση]].
}}
{{pape
|ptext=ἡ, = [[κλάδευσις]], <i>Geop</i>.
}}
}}

Latest revision as of 12:32, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κλᾰδεία Medium diacritics: κλαδεία Low diacritics: κλαδεία Capitals: ΚΛΑΔΕΙΑ
Transliteration A: kladeía Transliteration B: kladeia Transliteration C: kladeia Beta Code: kladei/a

English (LSJ)

ἡ, pruning, of the vine, Gp.3.14.

Greek (Liddell-Scott)

κλᾰδεία: ἡ, καὶ κλάδευσις, εως, ἡ, τὸ κλάδευμα τῆς ἀμπέλου, Γεωπ. 3. 14, Ἀκύλας ἐν Παλ. Διαθ. ἐν ᾌσμ. ᾈσμ. Β΄, 12· ― κλαδεύματα, τά, φύλλα ἀπεσπασμένα, Γλωσσ.

Greek Monolingual

κλαδεία, ἡ (Μ) κλαδεύω
η κλάδευση.

German (Pape)

ἡ, = κλάδευσις, Geop.