χειρωτικός: Difference between revisions

From LSJ

ἀλεξίκακε τρισέληνε, μηδέποθ' ἡττηθείς, σήμερον ἐξετάθης → averter of woes, offspring of three nights, thou, who never didst suffer defeat, art to-day laid low

Source
(6_10)
m (LSJ1 replacement)
 
(12 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=cheirotikos
|Transliteration C=cheirotikos
|Beta Code=xeirwtiko/s
|Beta Code=xeirwtiko/s
|Definition=ή, όν, <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> <b class="b2">apt at conquering</b> or <b class="b2">subduing</b>, <span class="bibl">Pl.<span class="title">Sph.</span>219d</span>: <b class="b3">-κή</b> (sc. <b class="b3">τέχνη</b>) the <b class="b2">art of subduing</b>, ib.<span class="bibl">221b</span>.</span>
|Definition=χειρωτική, χειρωτικόν, [[apt at conquering]] or [[subduing]], Pl.''Sph.''219d: ἡ [[χειρωτική]] (''[[sc.]]'' [[τέχνη]]) the [[art of subduing]], ib.221b.
}}
}}
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-1348.png Seite 1348]] zum Ueberwältigen, Bezwingen gehörig, geschickt, Plat. Soph. 219 d 231 b u. Sp.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-1348.png Seite 1348]] zum Überwältigen, Bezwingen gehörig, geschickt, Plat. Soph. 219 d 231 b u. Sp.
}}
{{elru
|elrutext='''χειρωτικός:''' [[захватный]]: χειρωτικὸν [[εἶδος]] κτητικῆς Plat. насильственный способ приобретения.
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''χειρωτικός''': -ή, -όν, [[ἐπιτήδειος]] εἰς τὸ χειροῦσθα, ὑποτάσσειν, τὸ λοιπὸν ἢ κατ’ ἔργα ἢ κατὰ λόγους χειρούμενον ξύμπαν χειρωτικὸν ἂν εἴη Πλάτ. Πολιτικ. 219D· χειρωτικὴ (ἐξυπακ. [[τέχνη]]), ἡ [[τέχνη]] τοῦ ἐξημεροῦν, τιθασσεύειν, [[αὐτόθι]] 223β, πρβλ. 221Β.
|lstext='''χειρωτικός''': -ή, -όν, [[ἐπιτήδειος]] εἰς τὸ χειροῦσθα, ὑποτάσσειν, τὸ λοιπὸν ἢ κατ’ ἔργα ἢ κατὰ λόγους χειρούμενον ξύμπαν χειρωτικὸν ἂν εἴη Πλάτ. Πολιτικ. 219D· χειρωτικὴ (ἐξυπακ. [[τέχνη]]), ἡ [[τέχνη]] τοῦ ἐξημεροῦν, τιθασσεύειν, [[αὐτόθι]] 223β, πρβλ. 221Β.
}}
{{grml
|mltxt=-ή, -όν, Α [<i>χειρῶ</i> (II)]<br /><b>1.</b> [[ικανός]] στο να υποτάσσει<br /><b>2.</b> <b>το θηλ. ως ουσ.</b> <i>ἡ χειρωτική</i><br />η [[τέχνη]] της εξημέρωσης.
}}
}}

Latest revision as of 11:06, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: χειρωτικός Medium diacritics: χειρωτικός Low diacritics: χειρωτικός Capitals: ΧΕΙΡΩΤΙΚΟΣ
Transliteration A: cheirōtikós Transliteration B: cheirōtikos Transliteration C: cheirotikos Beta Code: xeirwtiko/s

English (LSJ)

χειρωτική, χειρωτικόν, apt at conquering or subduing, Pl.Sph.219d: ἡ χειρωτική (sc. τέχνη) the art of subduing, ib.221b.

German (Pape)

[Seite 1348] zum Überwältigen, Bezwingen gehörig, geschickt, Plat. Soph. 219 d 231 b u. Sp.

Russian (Dvoretsky)

χειρωτικός: захватный: χειρωτικὸν εἶδος κτητικῆς Plat. насильственный способ приобретения.

Greek (Liddell-Scott)

χειρωτικός: -ή, -όν, ἐπιτήδειος εἰς τὸ χειροῦσθα, ὑποτάσσειν, τὸ λοιπὸν ἢ κατ’ ἔργα ἢ κατὰ λόγους χειρούμενον ξύμπαν χειρωτικὸν ἂν εἴη Πλάτ. Πολιτικ. 219D· χειρωτικὴ (ἐξυπακ. τέχνη), ἡ τέχνη τοῦ ἐξημεροῦν, τιθασσεύειν, αὐτόθι 223β, πρβλ. 221Β.

Greek Monolingual

-ή, -όν, Α [χειρῶ (II)]
1. ικανός στο να υποτάσσει
2. το θηλ. ως ουσ. ἡ χειρωτική
η τέχνη της εξημέρωσης.