μυκτηριστικός: Difference between revisions

From LSJ

ἀλλὰ τῷ ὕψει τῶν θείων ἐντολῶν σου → but by the sublimity of thy divine commandments

Source
(6_11)
(26)
 
Line 4: Line 4:
{{ls
{{ls
|lstext='''μυκτηριστικός''': -ή, -όν, ὁ ἀγαπῶν νὰ μυκτηρίζῃ, [[χλευαστικός]], Εὐστάθ. 117, 16 (;).
|lstext='''μυκτηριστικός''': -ή, -όν, ὁ ἀγαπῶν νὰ μυκτηρίζῃ, [[χλευαστικός]], Εὐστάθ. 117, 16 (;).
}}
{{grml
|mltxt=-ή, -ὁ (Α [[μυκτηριστικός]], -ή, -όν) [[μυκτηριστής]]<br />αυτός που έχει [[τάση]] να περιπαίζει, να περιγελά τους άλλους<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[εμπαικτικός]], [[σκωπτικός]].
}}
}}

Latest revision as of 12:00, 29 September 2017

German (Pape)

[Seite 216] zum Spott geneigt, spöttisch, Eust. 117, 16.

Greek (Liddell-Scott)

μυκτηριστικός: -ή, -όν, ὁ ἀγαπῶν νὰ μυκτηρίζῃ, χλευαστικός, Εὐστάθ. 117, 16 (;).

Greek Monolingual

-ή, -ὁ (Α μυκτηριστικός, -ή, -όν) μυκτηριστής
αυτός που έχει τάση να περιπαίζει, να περιγελά τους άλλους
νεοελλ.
εμπαικτικός, σκωπτικός.