κτεατιστός: Difference between revisions

From LSJ

οἵτινες πόλιν μίαν λαβόντες εὐρυπρωκτότεροι πολύ τῆς πόλεος ἀπεχώρησαν ἧς εἷλον τότεafter taking a single city they returned home, with arses much wider than the city they captured

Source
(6_11)
 
(1ba)
 
(2 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 1: Line 1:
{{ls
{{ls
|lstext='''κτεᾰτιστός''': -ή, -όν, κτηθείς, Ἐπιγρ. ἐν τῇ Συλλ. Ἐπιγρ. 1187. (Ἀνθ. Π. παράρτ. 229)· ἀλλ’ ὁ Βöckh ἀναγινώσκει κτεάτεσσιν.
|lstext='''κτεᾰτιστός''': -ή, -όν, κτηθείς, Ἐπιγρ. ἐν τῇ Συλλ. Ἐπιγρ. 1187. (Ἀνθ. Π. παράρτ. 229)· ἀλλ’ ὁ Βöckh ἀναγινώσκει κτεάτεσσιν.
}}
{{grml
|mltxt=[[κτεατιστός]], -ή, -όν (Α) [[κτεατίζω]]<br /><b>επιγρ.</b> αυτός που αποκτήθηκε, που κερδήθηκε, αποκτημένος, κερδισμένος.
}}
{{lsm
|lsmtext='''κτεᾰτιστός:''' -ή, -όν, αποκτημένος, κεκτημένος, σε Ανθ.
}}
{{mdlsj
|mdlsjtxt=κτεᾰτιστός, ή, όν<br />gotten, [[acquired]], Anth.
}}
}}

Latest revision as of 03:10, 10 January 2019

Greek (Liddell-Scott)

κτεᾰτιστός: -ή, -όν, κτηθείς, Ἐπιγρ. ἐν τῇ Συλλ. Ἐπιγρ. 1187. (Ἀνθ. Π. παράρτ. 229)· ἀλλ’ ὁ Βöckh ἀναγινώσκει κτεάτεσσιν.

Greek Monolingual

κτεατιστός, -ή, -όν (Α) κτεατίζω
επιγρ. αυτός που αποκτήθηκε, που κερδήθηκε, αποκτημένος, κερδισμένος.

Greek Monotonic

κτεᾰτιστός: -ή, -όν, αποκτημένος, κεκτημένος, σε Ανθ.

Middle Liddell

κτεᾰτιστός, ή, όν
gotten, acquired, Anth.