στροβιλός: Difference between revisions
From LSJ
ἐς δὲ τὰ ἔσχατα νουσήματα αἱ ἔσχαται θεραπεῖαι ἐς ἀκριβείην, κράτισται → for extreme diseases, extreme methods of cure, as to restriction, are most suitable (Corpus Hippocraticum, Aphorisms 1.6.2)
(6_11) |
m (LSJ1 replacement) |
||
(8 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=strovilos | |Transliteration C=strovilos | ||
|Beta Code=strobilo/s | |Beta Code=strobilo/s | ||
|Definition= | |Definition=στροβιλή, στροβιλόν, [[whirling]], [[λιγνύς]] cj. in ''AP''15.25 (Besant.''Ara''). | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape | ||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''στροβῑλός''': -ή, -όν, ὁ περιδινούμενος, περιστρεφόμενος, Ἀνθ. Π. 15.25. | |lstext='''στροβῑλός''': -ή, -όν, ὁ περιδινούμενος, περιστρεφόμενος, Ἀνθ. Π. 15.25. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=-ή, -όν, Α<br />αυτός που περιστρέφεται, περιστρεφόμενος.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Το ουσ. [[στρόβιλος]] ως επίθ.]. | |||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''στροβῑλός:''' -ή, -όν ([[στρόβος]]), αυτός που περιδινίζεται, που περιστρέφεται, περιστρεφόμενος, στροβιλιζόμενος, σε Ανθ. | |||
}} | |||
{{mdlsj | |||
|mdlsjtxt=στροβῑλός, ή, όν [[στρόβος]]<br />[[spinning]], whirling, Anth. | |||
}} | }} |
Latest revision as of 11:40, 25 August 2023
English (LSJ)
στροβιλή, στροβιλόν, whirling, λιγνύς cj. in AP15.25 (Besant.Ara).
German (Pape)
[Seite 955] wie στροβελός, στράβαλος, στρεβλός, gedreht, sich im Kreise drehend, wirbelnd, λιγνύς Dosiad. ara 1 (XV, 25), wo aber στροβίλῳ λιγνύϊ steht.
Greek (Liddell-Scott)
στροβῑλός: -ή, -όν, ὁ περιδινούμενος, περιστρεφόμενος, Ἀνθ. Π. 15.25.
Greek Monolingual
-ή, -όν, Α
αυτός που περιστρέφεται, περιστρεφόμενος.
[ΕΤΥΜΟΛ. Το ουσ. στρόβιλος ως επίθ.].
Greek Monotonic
στροβῑλός: -ή, -όν (στρόβος), αυτός που περιδινίζεται, που περιστρέφεται, περιστρεφόμενος, στροβιλιζόμενος, σε Ανθ.