σκεδάζω: Difference between revisions

From LSJ

λόγος γέ τοί τις ἔστι τῶν γεραιτέρων, ὅσ' ἂν ἀνόητ' ἢ µῶρα βουλευσώµεθα, ἅπαντ' ἐπὶ τὸ βέλτιον ἡµῖν ξυµφέρειν → there is in fact a saying among the elders, that whatever thoughtless, stupid decisions we make, they all turn out for the best for us

Source
(6_14)
(37)
 
Line 4: Line 4:
{{ls
{{ls
|lstext='''σκεδάζω''': μεταγεν. [[τύπος]] τοῦ ἑπομ., Ἐκκλ.
|lstext='''σκεδάζω''': μεταγεν. [[τύπος]] τοῦ ἑπομ., Ἐκκλ.
}}
{{grml
|mltxt=ΜΑ<br />[[σκεδάννυμι]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> 'Αλλος τ. του [[σκεδάννυμι]], [[κατά]] τα ρ. σε -<i>άζω</i>].
}}
}}

Latest revision as of 12:29, 29 September 2017

German (Pape)

[Seite 891] = σκεδάννυμι, Eust. 629, 25.

Greek (Liddell-Scott)

σκεδάζω: μεταγεν. τύπος τοῦ ἑπομ., Ἐκκλ.

Greek Monolingual

ΜΑ
σκεδάννυμι.
[ΕΤΥΜΟΛ. 'Αλλος τ. του σκεδάννυμι, κατά τα ρ. σε -άζω].