μωκός: Difference between revisions

From LSJ

Θέλομεν καλῶς ζῆν πάντες, ἀλλ' οὐ δυνάμεθα → Bene vivere omnes volumus, at non possumus → Gut leben wollen wir alle, doch wir können es nicht

Menander, Monostichoi, 236
(6_14)
m (Text replacement - "Arist.''HA''" to "Arist.''HA''")
 
(15 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=mokos
|Transliteration C=mokos
|Beta Code=mwko/s
|Beta Code=mwko/s
|Definition=ὁ, <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> <b class="b2">mocker</b>, <span class="bibl">Arist.<span class="title">HA</span>491b17</span>, <span class="bibl"><span class="title">EM</span>593.7</span>: as Adj., φίλος μ. <span class="bibl">LXX<span class="title">Si.</span>36(33).6</span>.</span>
|Definition=ὁ, [[mocker]], [[Aristotle|Arist.]]''[[Historia Animalium|HA]]''491b17, ''EM''593.7: as adjective, φίλος μ. [[LXX]] ''Si.''36(33).6.
}}
}}
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0225.png Seite 225]] ὁ, der Spötter, neben [[εἴρων]], Arist. H. A. 1, 9; [[χλευαστής]], VLL.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0225.png Seite 225]] ὁ, der Spötter, neben [[εἴρων]], Arist. H. A. 1, 9; [[χλευαστής]], VLL.
}}
{{elru
|elrutext='''μωκός:''' ὁ [[насмешник]] Arst.
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''μωκός''': ὁ, [[χλευαστής]], [[σκώπτης]], Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 1. 9, 1· ἴδε Ἐτυμολ. Μέγ. 593. 7.
|lstext='''μωκός''': ὁ, [[χλευαστής]], [[σκώπτης]], Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 1. 9, 1· ἴδε Ἐτυμολ. Μέγ. 593. 7.
}}
{{grml
|mltxt=[[μωκός]], ὁ (Α)<br />(<b>ως ουσ. και ως επίθ.</b>) αυτός που περιπαίζει κάποιον, ο [[χλευαστής]], ο [[σκώπτης]] («μωκοῦ καὶ εἴρωνος», <b>Αριστοτ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Η λ. συνδέεται άμεσα με το ρ. <i>μωκῶμαι</i> <b>βλ. λ.</b>].
}}
{{mantoulidis
|mantxt=(=[[χλευαστής]]). Στήν ἀρχική του [[σημασία]] ἠχοποίητη, μέ πιθανή ἐπίδραση τοῦ [[μῶμος]].<br><b>Παράγωγα:</b> [[μωκάομαι]] (=[[περιγελῶ]]), [[μῶκος]] (=ὁ [[ἐμπαιγμός]]), [[μωκίζω]] (=[[περιπαίζω]]).
}}
}}

Latest revision as of 21:55, 24 November 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μωκός Medium diacritics: μωκός Low diacritics: μωκός Capitals: ΜΩΚΟΣ
Transliteration A: mōkós Transliteration B: mōkos Transliteration C: mokos Beta Code: mwko/s

English (LSJ)

ὁ, mocker, Arist.HA491b17, EM593.7: as adjective, φίλος μ. LXX Si.36(33).6.

German (Pape)

[Seite 225] ὁ, der Spötter, neben εἴρων, Arist. H. A. 1, 9; χλευαστής, VLL.

Russian (Dvoretsky)

μωκός:насмешник Arst.

Greek (Liddell-Scott)

μωκός: ὁ, χλευαστής, σκώπτης, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 1. 9, 1· ἴδε Ἐτυμολ. Μέγ. 593. 7.

Greek Monolingual

μωκός, ὁ (Α)
(ως ουσ. και ως επίθ.) αυτός που περιπαίζει κάποιον, ο χλευαστής, ο σκώπτης («μωκοῦ καὶ εἴρωνος», Αριστοτ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. συνδέεται άμεσα με το ρ. μωκῶμαι βλ. λ.].

Mantoulidis Etymological

(=χλευαστής). Στήν ἀρχική του σημασία ἠχοποίητη, μέ πιθανή ἐπίδραση τοῦ μῶμος.
Παράγωγα: μωκάομαι (=περιγελῶ), μῶκος (=ὁ ἐμπαιγμός), μωκίζω (=περιπαίζω).