στύππαξ: Difference between revisions

From LSJ

Γυναικὶ μὴ πίστευε τὸν σαυτοῦ βίον → Cave salutem feminae credas tuam → Vertraue keiner Frau je an dein Lebensgut

Menander, Monostichoi, 86
(6_14)
m (LSJ1 replacement)
 
(9 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=styppaks
|Transliteration C=styppaks
|Beta Code=stu/ppac
|Beta Code=stu/ppac
|Definition=ὁ,= <b class="b3">στυππειοπώλης</b>, nickname of Eucrates, <span class="bibl">Ar.<span class="title">Fr.</span>696</span> (vv.ll. <b class="b3">στύπαξ, στύγαξ</b>).
|Definition=ὁ, = [[στυππειοπώλης]] ([[seller of tow]]), nickname of [[Eucrates]], Ar.''Fr.''696 (vv.ll. [[στύπαξ]], [[στύγαξ]]).
}}
}}
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0959.png Seite 959]] ὁ, s. [[στύπαξ]].
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0959.png Seite 959]] ὁ, s. [[στύπαξ]].
}}
{{elru
|elrutext='''στύππαξ:''' ακος ὁ Arph. = [[στυππειοπώλης]].
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''στύππαξ''': ὁ, = [[στυππειοπώλης]]. σκωπτικὸν ἐπώνυμον τοῦ Εὐκράτους, Ἀριστοφ. Ἀποσπ. 540, Ἡσύχ.
|lstext='''στύππαξ''': ὁ, = [[στυππειοπώλης]]. σκωπτικὸν ἐπώνυμον τοῦ Εὐκράτους, Ἀριστοφ. Ἀποσπ. 540, Ἡσύχ.
}}
{{grml
|mltxt=και δ. γρφ. [[στύπαξ]], ὁ, Α<br />(ως σκωπτικό [[παρωνύμιο]] του Αθηναίου στρατηγού Ευκράτους) [[στυππειοπώλης]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Κωμική λ. ([[αντί]] του τ. [[στυππειοπώλης]]) σχηματισμένη από τη λ. [[στυππεῖον]] με [[επίθημα]] -<i>αξ</i>].
}}
}}

Latest revision as of 11:20, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: στύππαξ Medium diacritics: στύππαξ Low diacritics: στύππαξ Capitals: ΣΤΥΠΠΑΞ
Transliteration A: stýppax Transliteration B: styppax Transliteration C: styppaks Beta Code: stu/ppac

English (LSJ)

ὁ, = στυππειοπώλης (seller of tow), nickname of Eucrates, Ar.Fr.696 (vv.ll. στύπαξ, στύγαξ).

German (Pape)

[Seite 959] ὁ, s. στύπαξ.

Russian (Dvoretsky)

στύππαξ: ακος ὁ Arph. = στυππειοπώλης.

Greek (Liddell-Scott)

στύππαξ: ὁ, = στυππειοπώλης. σκωπτικὸν ἐπώνυμον τοῦ Εὐκράτους, Ἀριστοφ. Ἀποσπ. 540, Ἡσύχ.

Greek Monolingual

και δ. γρφ. στύπαξ, ὁ, Α
(ως σκωπτικό παρωνύμιο του Αθηναίου στρατηγού Ευκράτους) στυππειοπώλης.
[ΕΤΥΜΟΛ. Κωμική λ. (αντί του τ. στυππειοπώλης) σχηματισμένη από τη λ. στυππεῖον με επίθημα -αξ].