τοιχοδόμος: Difference between revisions

From LSJ

πένης ὢν τὴν γυναῖκα χρήματα λαβὼν ἔχει δέσποιναν, οὐ γυναῖκ' ἔτι → a poor man getting rich turns his wife into his boss, not his wife any more

Source
(6_15)
 
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b>πρβλ\.<\/b> (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-\[\[)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(\]\])\." to "πρβλ. $2$4.")
 
(One intermediate revision by the same user not shown)
Line 1: Line 1:
{{ls
{{ls
|lstext='''τοιχοδόμος''': ὁ, ὁ κτίζων τοίχους, [[κτίστης]], Διονύσ. Ἀλεξ. τ. 4, σ. 348.
|lstext='''τοιχοδόμος''': ὁ, ὁ κτίζων τοίχους, [[κτίστης]], Διονύσ. Ἀλεξ. τ. 4, σ. 348.
}}
{{grml
|mltxt=ο, ΝΑ<br />[[τοιχοποιός]], [[κτίστης]] τοίχου.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[τοῖχος]] <span style="color: red;">+</span> -[[δόμος]] (<span style="color: red;"><</span> [[δόμος]] <span style="color: red;"><</span> [[δέμω]] «[[κτίζω]], [[κατασκευάζω]]»), [[πρβλ]]. [[οἰκοδόμος]]. Ο τ. απαντά και στη Μυκηναϊκή (<b>πρβλ.</b> μυκην. <i>toko</i>-<i>domo</i>)].
}}
}}

Latest revision as of 13:20, 25 August 2021

Greek (Liddell-Scott)

τοιχοδόμος: ὁ, ὁ κτίζων τοίχους, κτίστης, Διονύσ. Ἀλεξ. τ. 4, σ. 348.

Greek Monolingual

ο, ΝΑ
τοιχοποιός, κτίστης τοίχου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τοῖχος + -δόμος (< δόμος < δέμω «κτίζω, κατασκευάζω»), πρβλ. οἰκοδόμος. Ο τ. απαντά και στη Μυκηναϊκή (πρβλ. μυκην. toko-domo)].