πρωτόπαλος: Difference between revisions

From LSJ

Ὅτι οὐδὲν ἧττον τὰ αὐτὰ ποιήσουσι, κἂν σὺ διαρραγῇς → You may break your heart, but men will still go on as before

Source
(6_15)
m (LSJ1 replacement)
 
(6 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=protopalos
|Transliteration C=protopalos
|Beta Code=prwto/palos
|Beta Code=prwto/palos
|Definition=ὁ, <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> <b class="b2">a member of the</b> <b class="b3">πρῶτος πᾶλος</b> (v. πᾶλος <span class="bibl">11</span>), of a gladiator, π. σεκουτόρων <span class="bibl">D.C.72.22</span>.</span>
|Definition=ὁ, a [[member]] of the <b class="b3">πρῶτος πᾶλος</b> (v. [[πᾶλος]] ''ΙΙ''), of a gladiator, π. σεκουτόρων D.C.72.22.
}}
}}
{{pape
{{pape
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''πρωτόπᾰλος''': ὁ, ὁ πρῶτος λαχὼν νὰ ἀγωνισθῇ [[μονομάχος]], Δίων Κ. 72. 22· ἀντίθ. τῷ δευτερόπαλος, πρβλ. Böckh. εἰς Συλλ. Ἐπιγρ. 2663 (σ. 457), ἀλλ᾿ [[ἴσως]] τὸ [[πρωτόπαλος]] πλημμελῶς ἐγράφη ἀντὶ πρωτόπιλος, ὁ, Λατ. primipilus.
|lstext='''πρωτόπᾰλος''': ὁ, ὁ πρῶτος λαχὼν νὰ ἀγωνισθῇ [[μονομάχος]], Δίων Κ. 72. 22· ἀντίθ. τῷ δευτερόπαλος, πρβλ. Böckh. εἰς Συλλ. Ἐπιγρ. 2663 (σ. 457), ἀλλ᾿ [[ἴσως]] τὸ [[πρωτόπαλος]] πλημμελῶς ἐγράφη ἀντὶ πρωτόπιλος, ὁ, Λατ. primipilus.
}}
{{grml
|mltxt=ὁ, Α<br />[[μονομάχος]] που του έλαχε σε κλήρο να αγωνισθεί [[πρώτος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>πρωτ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> [[πάλος]] «[[κλήρος]]»].
}}
}}

Latest revision as of 11:18, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πρωτόπᾱλος Medium diacritics: πρωτόπαλος Low diacritics: πρωτόπαλος Capitals: ΠΡΩΤΟΠΑΛΟΣ
Transliteration A: prōtópalos Transliteration B: prōtopalos Transliteration C: protopalos Beta Code: prwto/palos

English (LSJ)

ὁ, a member of the πρῶτος πᾶλος (v. πᾶλος ΙΙ), of a gladiator, π. σεκουτόρων D.C.72.22.

German (Pape)

[Seite 805] ὁ, erster Ringer, D. Cass. 72, 22, zw.

Greek (Liddell-Scott)

πρωτόπᾰλος: ὁ, ὁ πρῶτος λαχὼν νὰ ἀγωνισθῇ μονομάχος, Δίων Κ. 72. 22· ἀντίθ. τῷ δευτερόπαλος, πρβλ. Böckh. εἰς Συλλ. Ἐπιγρ. 2663 (σ. 457), ἀλλ᾿ ἴσως τὸ πρωτόπαλος πλημμελῶς ἐγράφη ἀντὶ πρωτόπιλος, ὁ, Λατ. primipilus.

Greek Monolingual

ὁ, Α
μονομάχος που του έλαχε σε κλήρο να αγωνισθεί πρώτος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πρωτ(ο)- + πάλος «κλήρος»].