Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

σκοτισμός: Difference between revisions

From LSJ

Ἔοικα γοῦν τούτου γε σμικρῷ τινι αὐτῷ τούτῳ σοφώτερος εἶναι, ὅτι ἃ μὴ οἶδα οὐδὲ οἴομαι εἰδέναι → I seem, then, in just this little thing to be wiser than this man at any rate, that what I do not know I do not think I know either

Plato, Apology 21d
(6_15)
m (Text replacement - "Finsterniß" to "Finsternis")
 
(7 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=skotismos
|Transliteration C=skotismos
|Beta Code=skotismo/s
|Beta Code=skotismo/s
|Definition=ὁ, <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> <b class="b2">darkening</b>, σ. καὶ φωτισμοὶ ἀέρος <span class="bibl">Cleom.1.7</span>, cf. <span class="bibl">Eust.849.23</span>; = [[σκοτοδινία]], <span class="bibl">Ptol.<span class="title">Tetr.</span> 116</span>, <span class="bibl">Vett.Val.193.9</span>, Hsch. s.v. [[ἴλιγγος]].</span>
|Definition=ὁ, [[darkening]], σ. καὶ φωτισμοὶ ἀέρος Cleom.1.7, cf. Eust.849.23; = [[σκοτοδινία]], Ptol.''Tetr.'' 116, Vett.Val.193.9, [[Hesychius Lexicographus|Hsch.]] [[sub verbo|s.v.]] [[ἴλιγγος]].
}}
}}
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0905.png Seite 905]] ὁ, 1) das Verfinstern, Verdunkeln, die Finsterniß; Schol. Lycophr. 1427; Eust. – 2) der Schwindel, wenn es Einem finster vor den Augen wird, vertigo, Gloss.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0905.png Seite 905]] ὁ, 1) das Verfinstern, Verdunkeln, die Finsternis; Schol. Lycophr. 1427; Eust. – 2) der Schwindel, wenn es Einem finster vor den Augen wird, vertigo, Gloss.
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''σκοτισμός''': ὁ, τὸ σκοτίζειν, ἐπισκοτίζειν, σκ. καὶ φωτισμοὶ ἀέρος Κλεομήδ. Μαθ. σ. 49, πρβλ. Εὐστ. 849. 24· μεταφορ., ἐπὶ τοῦ πνεύματος, Κλήμ. Ἀλ. 214· = [[σκοτοδινία]], Ἡσύχ.
|lstext='''σκοτισμός''': ὁ, τὸ σκοτίζειν, ἐπισκοτίζειν, σκ. καὶ φωτισμοὶ ἀέρος Κλεομήδ. Μαθ. σ. 49, πρβλ. Εὐστ. 849. 24· μεταφορ., ἐπὶ τοῦ πνεύματος, Κλήμ. Ἀλ. 214· = [[σκοτοδινία]], Ἡσύχ.
}}
{{grml
|mltxt=ο, ΝΜΑ [[σκοτίζω]]<br /><b>1.</b> η [[ενέργεια]] και το [[αποτέλεσμα]] του [[σκοτίζω]], η [[μεταβολή]] σε [[σκοτάδι]], [[επισκότιση]] («σκοτισμοὶ καὶ φωτισμοὶ ἀέρος», Κλεομήδ.)<br /><b>2.</b> [[σκοτοδίνη]] («που τον έπιασε [[καταχνιά]] και [[σκοτισμός]] και [[ζάλη]]», <b>Ερωτόκρ.</b>)<br /><b>3.</b> <b>μτφ.</b> διανοητική [[σύγχυση]], [[θόλωση]] του μυαλού.
}}
}}

Latest revision as of 17:54, 12 March 2024

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: σκοτισμός Medium diacritics: σκοτισμός Low diacritics: σκοτισμός Capitals: ΣΚΟΤΙΣΜΟΣ
Transliteration A: skotismós Transliteration B: skotismos Transliteration C: skotismos Beta Code: skotismo/s

English (LSJ)

ὁ, darkening, σ. καὶ φωτισμοὶ ἀέρος Cleom.1.7, cf. Eust.849.23; = σκοτοδινία, Ptol.Tetr. 116, Vett.Val.193.9, Hsch. s.v. ἴλιγγος.

German (Pape)

[Seite 905] ὁ, 1) das Verfinstern, Verdunkeln, die Finsternis; Schol. Lycophr. 1427; Eust. – 2) der Schwindel, wenn es Einem finster vor den Augen wird, vertigo, Gloss.

Greek (Liddell-Scott)

σκοτισμός: ὁ, τὸ σκοτίζειν, ἐπισκοτίζειν, σκ. καὶ φωτισμοὶ ἀέρος Κλεομήδ. Μαθ. σ. 49, πρβλ. Εὐστ. 849. 24· μεταφορ., ἐπὶ τοῦ πνεύματος, Κλήμ. Ἀλ. 214· = σκοτοδινία, Ἡσύχ.

Greek Monolingual

ο, ΝΜΑ σκοτίζω
1. η ενέργεια και το αποτέλεσμα του σκοτίζω, η μεταβολή σε σκοτάδι, επισκότιση («σκοτισμοὶ καὶ φωτισμοὶ ἀέρος», Κλεομήδ.)
2. σκοτοδίνη («που τον έπιασε καταχνιά και σκοτισμός και ζάλη», Ερωτόκρ.)
3. μτφ. διανοητική σύγχυση, θόλωση του μυαλού.