καταχνιά

From LSJ

Τὰς γὰρ ἡδονὰς ὅταν προδῶσιν ἄνδρες, οὐ τίθημ' ἐγὼ ζῆν τοῦτον, ἀλλ' ἔμψυχον ἡγοῦμαι νεκρόν → But when people lose their pleasures, I do not consider this liferather, it is just a corpse with a soul

Sophocles, Antigone, 1165-7

Greek Monolingual

η (Μ καταχνιά και καταχνία και κατεκνιά)
ομίχλη, ομιχλώδης καιρός
νεοελλ.
1. μτφ. ζάλη
2. θλίψη, μελαγχολία
μσν.
σκοτούρα, φροντίδες.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α)- + ἄχνη «αχνός, ατμός»].