θεμελιωτής: Difference between revisions

From LSJ

Ῥίζα γὰρ πάντων τῶν κακῶν ἐστιν ἡ φιλαργυρίαRoot of all the evils is the love of money (Radix omnium malorum est cupiditas)

The Bible, 1 Timothy, 6:10
(6_19)
m (LSJ1 replacement)
 
(5 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=themeliotis
|Transliteration C=themeliotis
|Beta Code=qemeliwth/s
|Beta Code=qemeliwth/s
|Definition=οῦ, ὁ, <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> <b class="b2">founder</b>, Gloss.</span>
|Definition=θεμελιωτοῦ, ὁ, [[founder]], ''Glossaria''.
}}
}}
{{pape
{{pape
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''θεμελιωτής''': -οῦ, ὁ, ὁ θεμελιῶν, καταβάλλων τὸ θεμέλιον, ἱδρυτής, Γλωσσ.
|lstext='''θεμελιωτής''': -οῦ, ὁ, ὁ θεμελιῶν, καταβάλλων τὸ θεμέλιον, ἱδρυτής, Γλωσσ.
}}
{{grml
|mltxt=ο (Α [[θεμελιωτής]]) [[θεμελιώνω]]<br /><b>μτφ.</b> αυτός που θεμελιώνει, που ιδρύει, ο [[ιδρυτής]] («[[θεμελιωτής]] της επιχειρήσεως»)<br /><b>νεοελλ.</b><br />αυτός που θέτει τα θεμέλια ενός οικοδομήματος ή άλλου έργου.
}}
}}

Latest revision as of 09:45, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: θεμελῐωτής Medium diacritics: θεμελιωτής Low diacritics: θεμελιωτής Capitals: ΘΕΜΕΛΙΩΤΗΣ
Transliteration A: themeliōtḗs Transliteration B: themeliōtēs Transliteration C: themeliotis Beta Code: qemeliwth/s

English (LSJ)

θεμελιωτοῦ, ὁ, founder, Glossaria.

German (Pape)

[Seite 1193] ὁ, der Gründer.

Greek (Liddell-Scott)

θεμελιωτής: -οῦ, ὁ, ὁ θεμελιῶν, καταβάλλων τὸ θεμέλιον, ἱδρυτής, Γλωσσ.

Greek Monolingual

ο (Α θεμελιωτής) θεμελιώνω
μτφ. αυτός που θεμελιώνει, που ιδρύει, ο ιδρυτήςθεμελιωτής της επιχειρήσεως»)
νεοελλ.
αυτός που θέτει τα θεμέλια ενός οικοδομήματος ή άλλου έργου.