εὐεπίληστος: Difference between revisions

From LSJ

Ὁ μὲν βίος βραχύς, ἡ δὲ τέχνη μακρή, ὁ δὲ καιρὸς ὀξύς, ἡ δὲ πεῖρα σφαλερή, ἡ δὲ κρίσις χαλεπή → Life is short, art long, opportunity fleeting, experience misleading and judgment difficult

Source
(6_16)
(15)
 
Line 4: Line 4:
{{ls
{{ls
|lstext='''εὐεπίληστος''': -ον, ἀντίθετον τῷ [[μνημονικός]], ὁ εὐκόλως λησμονῶν, [[ἐπιλήσμων]], τινος Εὐστ. Πονημάτ. 306. 65.
|lstext='''εὐεπίληστος''': -ον, ἀντίθετον τῷ [[μνημονικός]], ὁ εὐκόλως λησμονῶν, [[ἐπιλήσμων]], τινος Εὐστ. Πονημάτ. 306. 65.
}}
{{grml
|mltxt=[[εὐεπίληστος]], -ον (Μ)<br />αυτός που ξεχνάει εύκολα.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ευ</i> <span style="color: red;">+</span> <i>επί</i>-<i>ληστος</i> (<span style="color: red;"><</span> <i>επιλήθομαι</i>, παραλλ. τ. του <i>επι</i>-<i>λανθάνομαι</i>)].
}}
}}

Latest revision as of 06:34, 29 September 2017

German (Pape)

[Seite 1065] leicht vergessend, vergeßlich, τινός, Sp.

Greek (Liddell-Scott)

εὐεπίληστος: -ον, ἀντίθετον τῷ μνημονικός, ὁ εὐκόλως λησμονῶν, ἐπιλήσμων, τινος Εὐστ. Πονημάτ. 306. 65.

Greek Monolingual

εὐεπίληστος, -ον (Μ)
αυτός που ξεχνάει εύκολα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + επί-ληστος (< επιλήθομαι, παραλλ. τ. του επι-λανθάνομαι)].