ὁλόλιθος: Difference between revisions
From LSJ
ἕτερος ἐξ ἑτέρου σοφός τό τε πάλαι τό τε νῦν → one gets his skill from another, now as in days of old
(6_17) |
m (LSJ1 replacement) |
||
(5 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=ololithos | |Transliteration C=ololithos | ||
|Beta Code=o(lo/liqos | |Beta Code=o(lo/liqos | ||
|Definition= | |Definition=ὁλόλιθον, [[of massive stone]], βασίλειον Str.17.1.42. | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape | ||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ὁλόλῐθος''': -ον, ὁ ἀποτελούμενος ἐξ ὀγκολίθου, Στράβ. 813. | |lstext='''ὁλόλῐθος''': -ον, ὁ ἀποτελούμενος ἐξ ὀγκολίθου, Στράβ. 813. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=-η, -ο (Α [[ὁλόλιθος]], -ον)<br /><b>1.</b> αυτός που αποτελείται από έναν ογκόλιθο<br /><b>2.</b> αυτός που αποτελείται [[ολόκληρος]] μόνο από λίθους. | |||
}} | }} |
Latest revision as of 12:15, 25 August 2023
English (LSJ)
ὁλόλιθον, of massive stone, βασίλειον Str.17.1.42.
German (Pape)
[Seite 325] ganz von Stein; Strab. XVII; Schol. Lycophr. 350.
Greek (Liddell-Scott)
ὁλόλῐθος: -ον, ὁ ἀποτελούμενος ἐξ ὀγκολίθου, Στράβ. 813.
Greek Monolingual
-η, -ο (Α ὁλόλιθος, -ον)
1. αυτός που αποτελείται από έναν ογκόλιθο
2. αυτός που αποτελείται ολόκληρος μόνο από λίθους.