Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

ἐξώκαρπος: Difference between revisions

From LSJ

Γελᾷ δ' ὁ μῶρος, κἄν τι μὴ γελοῖον ᾖ → Mens stulta ridet, quando ridendum est nihil → Es lacht der Tor, auch wenn es nichts zu lachen gibt

Menander, Monostichoi, 108
(6_17)
m (LSJ1 replacement)
 
(2 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=eksokarpos
|Transliteration C=eksokarpos
|Beta Code=e)cw/karpos
|Beta Code=e)cw/karpos
|Definition=<b class="b3">πάλη</b> a form of wrestling, <span class="bibl">Eust.1572.39</span>.
|Definition=[[πάλη]] a form of wrestling, Eust.1572.39.
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''ἐξώκαρπος''': -ον, ὁ ἔξω τοῦ καρποῦ τῆς χειρός, «ἡ παρὰ τοῖς ἰδιώταις [[ἐξώκαρπος]] [[πάλη]]» Εὐστ. Ὀδ. σ. 1572, 39. (Τί δὲ ἦτο ἡ [[πάλη]] αὕτη δὲν λέγει ἡμῖν ὁ Εὐστάθιος).
|lstext='''ἐξώκαρπος''': -ον, ὁ ἔξω τοῦ καρποῦ τῆς χειρός, «ἡ παρὰ τοῖς ἰδιώταις [[ἐξώκαρπος]] [[πάλη]]» Εὐστ. Ὀδ. σ. 1572, 39. (Τί δὲ ἦτο ἡ [[πάλη]] αὕτη δὲν λέγει ἡμῖν ὁ Εὐστάθιος).
}}
{{grml
|mltxt=[[ἐξώκαρπος]], -ον (Μ)<br />αυτός που βρίσκεται έξω από τον καρπό του χεριού.
}}
}}

Latest revision as of 12:28, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐξώκαρπος Medium diacritics: ἐξώκαρπος Low diacritics: εξώκαρπος Capitals: ΕΞΩΚΑΡΠΟΣ
Transliteration A: exṓkarpos Transliteration B: exōkarpos Transliteration C: eksokarpos Beta Code: e)cw/karpos

English (LSJ)

πάλη a form of wrestling, Eust.1572.39.

Greek (Liddell-Scott)

ἐξώκαρπος: -ον, ὁ ἔξω τοῦ καρποῦ τῆς χειρός, «ἡ παρὰ τοῖς ἰδιώταις ἐξώκαρπος πάλη» Εὐστ. Ὀδ. σ. 1572, 39. (Τί δὲ ἦτο ἡ πάλη αὕτη δὲν λέγει ἡμῖν ὁ Εὐστάθιος).

Greek Monolingual

ἐξώκαρπος, -ον (Μ)
αυτός που βρίσκεται έξω από τον καρπό του χεριού.