σιδηρότευκτος: Difference between revisions

From LSJ

αἴθ' ἔγω, χρυσοστέφαν' Ἀφρόδιτα, τόνδε τὸν πάλον λαχοίην (Sappho, fr. 33 L-P) → Oh gold-crowned Aphrodite, if only this winning lot could fall to me

Source
(6_17)
m (LSJ1 replacement)
 
(6 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=sidirotefktos
|Transliteration C=sidirotefktos
|Beta Code=sidhro/teuktos
|Beta Code=sidhro/teuktos
|Definition=ον, <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> <b class="b2">wrought of iron</b>, βέλος <span class="bibl">Epicr.8</span>.</span>
|Definition=σιδηρότευκτον, [[wrought of iron]], βέλος Epicr.8.
}}
}}
{{pape
{{pape
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''σῐδηρότευκτος''': -ον, ὁ ἐκ σιδήρου κατειργασμένος, κατεσκευασμένος, [[βέλος]] Φιλιππίδ. (;) παρὰ τῷ Meineke εἰς Ἕλλ. Κωμικ. 1. 529, ἐκ τοῦ Ἀθην. 699Ε. πρβλ. Meineke ἔνθ’ ἀνωτ.
|lstext='''σῐδηρότευκτος''': -ον, ὁ ἐκ σιδήρου κατειργασμένος, κατεσκευασμένος, [[βέλος]] Φιλιππίδ. (;) παρὰ τῷ Meineke εἰς Ἕλλ. Κωμικ. 1. 529, ἐκ τοῦ Ἀθην. 699Ε. πρβλ. Meineke ἔνθ’ ἀνωτ.
}}
{{grml
|mltxt=-η, -ο / [[σιδηρότευκτος]], -ον, ΝΜΑ<br />κατασκευασμένος από σίδηρο, [[σιδηροπαγής]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>σιδηρο</i>- <span style="color: red;">+</span> [[τευκτός]] (<span style="color: red;"><</span> [[τεύχω]] «[[κατασκευάζω]]»), [[πρβλ]]. [[χαλκότευκτος]]].
}}
}}

Latest revision as of 12:13, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: σῐδηρότευκτος Medium diacritics: σιδηρότευκτος Low diacritics: σιδηρότευκτος Capitals: ΣΙΔΗΡΟΤΕΥΚΤΟΣ
Transliteration A: sidēróteuktos Transliteration B: sidēroteuktos Transliteration C: sidirotefktos Beta Code: sidhro/teuktos

English (LSJ)

σιδηρότευκτον, wrought of iron, βέλος Epicr.8.

German (Pape)

[Seite 880] von, aus Eisen gemacht, mit, durch Eisen gemacht, poet. bei Ath. XV, 699 f.

Greek (Liddell-Scott)

σῐδηρότευκτος: -ον, ὁ ἐκ σιδήρου κατειργασμένος, κατεσκευασμένος, βέλος Φιλιππίδ. (;) παρὰ τῷ Meineke εἰς Ἕλλ. Κωμικ. 1. 529, ἐκ τοῦ Ἀθην. 699Ε. πρβλ. Meineke ἔνθ’ ἀνωτ.

Greek Monolingual

-η, -ο / σιδηρότευκτος, -ον, ΝΜΑ
κατασκευασμένος από σίδηρο, σιδηροπαγής.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σιδηρο- + τευκτός (< τεύχω «κατασκευάζω»), πρβλ. χαλκότευκτος].