μελάμπεδος: Difference between revisions

From LSJ

Ὡς ἡδὺ δούλῳ δεσπότου χρηστοῦ τυχεῖν → Quam dulce servo lenem herum nanciscier → Wie froh macht einen Sklaven doch ein guter Herr

Menander, Monostichoi, 556
(6_17)
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(\[\[πρβλ\]\]\. )(<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>), (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)" to "πρβλ. $3$5, $8$10")
 
(2 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 4: Line 4:
{{ls
{{ls
|lstext='''μελάμπεδος''': -ον, ὁ ἔχων μαύρην γῆν, Εὐστ.
|lstext='''μελάμπεδος''': -ον, ὁ ἔχων μαύρην γῆν, Εὐστ.
}}
{{grml
|mltxt=[[μελάμπεδος]], -ον (Α)<br />αυτός που έχει μαύρο [[έδαφος]], μαύρη γη.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[μέλας]], -<i>ανος</i> <span style="color: red;">+</span> [[πέδον]] ([[πρβλ]]. [[υψίπεδος]], [[χαλκόπεδος]])].
}}
}}

Latest revision as of 19:00, 23 August 2021

German (Pape)

[Seite 118] mit schwarzem Boden, Eust. 28, 23.

Greek (Liddell-Scott)

μελάμπεδος: -ον, ὁ ἔχων μαύρην γῆν, Εὐστ.

Greek Monolingual

μελάμπεδος, -ον (Α)
αυτός που έχει μαύρο έδαφος, μαύρη γη.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μέλας, -ανος + πέδον (πρβλ. υψίπεδος, χαλκόπεδος)].