ἡμιρρομβιαῖος: Difference between revisions
From LSJ
ταυτὶ γὰρ συκοφαντεῖσθαι τὸν Ἕκτορα ὑπὸ τοῦ Ὁμήρου → that is a false charge brought against Hector by Homer
(CSV import) |
m (LSJ1 replacement) |
||
(9 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=imirromviaios | |Transliteration C=imirromviaios | ||
|Beta Code=h(mirrombiai=os | |Beta Code=h(mirrombiai=os | ||
|Definition=α, ον, | |Definition=α, ον, like a [[ἡμιρρόμβιον]], Gal.18(1).788. | ||
}} | |||
{{ls | |||
|lstext='''ἡμιρρομβιαῖος''': -α, -ον, ὡς τὸ [[ἡμιρρόμβιον]], Γαλην. 12. σ. 477. | |||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=ἡμιρρομβιαῖος, -αία, -ον (Α) [[ημιρρόμβιο]]<br />αυτός που μοιάζει με [[ημιρρόμβιο]] ή έχει [[σχήμα]] ημιρρομβίου. | |||
}} | |||
{{pape | |||
|ptext=adj. von [[ἡμιρρόμβιον]]. | |||
}} | }} |
Latest revision as of 09:41, 25 August 2023
English (LSJ)
α, ον, like a ἡμιρρόμβιον, Gal.18(1).788.
Greek (Liddell-Scott)
ἡμιρρομβιαῖος: -α, -ον, ὡς τὸ ἡμιρρόμβιον, Γαλην. 12. σ. 477.
Greek Monolingual
ἡμιρρομβιαῖος, -αία, -ον (Α) ημιρρόμβιο
αυτός που μοιάζει με ημιρρόμβιο ή έχει σχήμα ημιρρομβίου.
German (Pape)
adj. von ἡμιρρόμβιον.