παρατήρημα: Difference between revisions

From LSJ

Γλώσσῃ ματαίᾳ ζημία προστρίβεται → Afferre damna lubricum linguae solet → Der eitlen Zunge folgt die Strafe auf den Fuß

Menander, Monostichoi, 111
(6_21)
m (LSJ1 replacement)
 
(7 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=paratirima
|Transliteration C=paratirima
|Beta Code=parath/rhma
|Beta Code=parath/rhma
|Definition=ατος, τό, <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> <b class="b2">observation</b>, D.H. <span class="title">Amm.</span>2.17 (pl.), <span class="bibl"><span class="title">Dem.</span>13</span> ; of auguries, Hsch., Phot. </span><span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">2</span>. <b class="b2">condition</b> <b class="b2">to be observed</b>, <span class="bibl">Alex.Aphr.<span class="title">in Top.</span>515.9</span> (pl.).</span>
|Definition=-ατος, τό,<br><span class="bld">A</span> [[observation]], D.H. ''Amm.''2.17 (pl.), ''Dem.''13; of auguries, [[Hesychius Lexicographus|Hsch.]], Phot.<br><span class="bld">2</span>. [[condition]] to [[be observed]], Alex.Aphr.''in Top.''515.9 (pl.).
}}
}}
{{pape
{{pape
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''παρατήρημα''': τό, [[παρατήρησις]], Διονύσ. Ἁλ. πρὸς Ἀμμαῖον 2. 17, περὶ Δημ. 13, Ὠριγέν. IV, 421C, Βασίλ. IV, 677C· ἐπὶ οἰωνῶν, «παρατηρημάτων· ἐπιτηρήσεων, παραφυλάξεων, κληδονισμῶν τε καὶ ἀπαντήσεων» Ἡσύχ., Φώτ.
|lstext='''παρατήρημα''': τό, [[παρατήρησις]], Διονύσ. Ἁλ. πρὸς Ἀμμαῖον 2. 17, περὶ Δημ. 13, Ὠριγέν. IV, 421C, Βασίλ. IV, 677C· ἐπὶ οἰωνῶν, «παρατηρημάτων· ἐπιτηρήσεων, παραφυλάξεων, κληδονισμῶν τε καὶ ἀπαντήσεων» Ἡσύχ., Φώτ.
}}
{{grml
|mltxt=τὸ, ΝΜΑ [[παρατηρώ]]<br />η [[παρατήρηση]] και το [[αποτέλεσμα]], το [[εξαγόμενο]] ή το [[περιεχόμενο]] της<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>φρ.</b> «[[κακό]] [[παρατήρημα]]» — [[κακός]] [[οιωνός]], [[κακό]] [[σημάδι]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> η [[παρατήρηση]] τών οιωνών («παρατηρημάτων<br />επιτηρήσεων... κληδονισμῶν». <b>Ησύχ.</b>)<br /><b>2.</b> ο όρος που [[πρέπει]] να τηρηθεί.
}}
}}

Latest revision as of 10:46, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: παρατήρημα Medium diacritics: παρατήρημα Low diacritics: παρατήρημα Capitals: ΠΑΡΑΤΗΡΗΜΑ
Transliteration A: paratḗrēma Transliteration B: paratērēma Transliteration C: paratirima Beta Code: parath/rhma

English (LSJ)

-ατος, τό,
A observation, D.H. Amm.2.17 (pl.), Dem.13; of auguries, Hsch., Phot.
2. condition to be observed, Alex.Aphr.in Top.515.9 (pl.).

German (Pape)

[Seite 503] τό, das woneben od. wobei Beobachtete, VLL. erkl. es bes. von der Beobachtung der Vogelzeichen.

Greek (Liddell-Scott)

παρατήρημα: τό, παρατήρησις, Διονύσ. Ἁλ. πρὸς Ἀμμαῖον 2. 17, περὶ Δημ. 13, Ὠριγέν. IV, 421C, Βασίλ. IV, 677C· ἐπὶ οἰωνῶν, «παρατηρημάτων· ἐπιτηρήσεων, παραφυλάξεων, κληδονισμῶν τε καὶ ἀπαντήσεων» Ἡσύχ., Φώτ.

Greek Monolingual

τὸ, ΝΜΑ παρατηρώ
η παρατήρηση και το αποτέλεσμα, το εξαγόμενο ή το περιεχόμενο της
νεοελλ.
φρ. «κακό παρατήρημα» — κακός οιωνός, κακό σημάδι
αρχ.
1. η παρατήρηση τών οιωνών («παρατηρημάτων
επιτηρήσεων... κληδονισμῶν». Ησύχ.)
2. ο όρος που πρέπει να τηρηθεί.