λόρδων: Difference between revisions

From LSJ

Ὅρκον δὲ φεῦγε καὶ δικαίως κἀδίκως (κἂν δικαίως ὀμνύῃς) → Iurare fugias, vere, falso, haud interest → Zu schwören meide, gleich ob richtig oder falsch

Menander, Monostichoi, 441
(6_22)
m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3")
 
(5 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=lordon
|Transliteration C=lordon
|Beta Code=lo/rdwn
|Beta Code=lo/rdwn
|Definition=ωνος, ὁ, <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> <b class="b2">the demon of impure</b> <b class="b3">λόρδωσις</b> (cf. [[λορδόω]] sub fin.), cf. [[Κύβδασος]] (from <b class="b3">κύβδα</b>), Pl. Com.174.17.</span>
|Definition=ωνος, ὁ, [[the demon of impure]] [[λόρδωσις]] (cf. [[λορδόω]] sub fin.), cf. [[Κύβδασος]] (from [[κύβδα]]), Pl. Com.174.17.
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''λόρδων''': -ωνος, ὁ, ὁ [[δαίμων]] τῆς αἰσχρᾶς λορδώσεως, πρβλ. Κύβδασος (ἐκ τοῦ [[κύβδα]]), Πλάτ. Κωμ. ἐν «Φάωνι» 2. 17.
|lstext='''λόρδων''': -ωνος, ὁ, ὁ [[δαίμων]] τῆς αἰσχρᾶς λορδώσεως, πρβλ. Κύβδασος (ἐκ τοῦ [[κύβδα]]), Πλάτ. Κωμ. ἐν «Φάωνι» 2. 17.
}}
{{grml
|mltxt=[[λόρδων]], -ωνος, ὁ (Α) [[λορδός]]<br /><b>ως κύριο όν.</b> (με αισχρή σημ.) <i>ὁ Λόρδων</i><br />ο [[θεός]] της σκόπιμης λόρδωσης, της ώθησης τή λεκάνης [[προς]] τα [[εμπρός]] για [[συνουσία]].
}}
}}

Latest revision as of 03:25, 24 August 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: λόρδων Medium diacritics: λόρδων Low diacritics: λόρδων Capitals: ΛΟΡΔΩΝ
Transliteration A: lórdōn Transliteration B: lordōn Transliteration C: lordon Beta Code: lo/rdwn

English (LSJ)

ωνος, ὁ, the demon of impure λόρδωσις (cf. λορδόω sub fin.), cf. Κύβδασος (from κύβδα), Pl. Com.174.17.

Greek (Liddell-Scott)

λόρδων: -ωνος, ὁ, ὁ δαίμων τῆς αἰσχρᾶς λορδώσεως, πρβλ. Κύβδασος (ἐκ τοῦ κύβδα), Πλάτ. Κωμ. ἐν «Φάωνι» 2. 17.

Greek Monolingual

λόρδων, -ωνος, ὁ (Α) λορδός
ως κύριο όν. (με αισχρή σημ.) ὁ Λόρδων
ο θεός της σκόπιμης λόρδωσης, της ώθησης τή λεκάνης προς τα εμπρός για συνουσία.