ἡμίνηρος: Difference between revisions

From LSJ

ὃ γὰρ βούλεται, τοῦθ' ἕκαστος καὶ οἴεται → what he wishes to be true, each person also believes to be true | what he wishes, each person also believes

Source
(6_19)
m (LSJ1 replacement)
 
(6 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=iminiros
|Transliteration C=iminiros
|Beta Code=h(mi/nhros
|Beta Code=h(mi/nhros
|Definition=ον, contr. for <b class="b3">ἡμινέαρος</b>, <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> <b class="b2">half-fresh</b>, and so of fish. <b class="b2">half-salted</b>, <span class="bibl">Xenocr.77</span>, <span class="bibl">Ath.3.118f</span>.</span>
|Definition=ἡμίνηρον, contr. for [[ἡμινέαρος]], [[half-fresh]], and so of fish. [[half-salted]], Xenocr.77, Ath.3.118f.
}}
}}
{{pape
{{pape
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἡμίνηρος''': -ον, συνῃρ. ἀντὶ ἡμινέαρος, κατὰ τὸ ἥμισυ [[πρόσφατος]], καὶ [[οὕτως]] ἐπὶ ἰχθύων, κατὰ τὸ ἥμισυ ἡλατισμένος, ὡς τὸ [[ἡμιτάριχος]], Ξενοκρ. 5. 77, Ἀθήν. 118F, 121B.
|lstext='''ἡμίνηρος''': -ον, συνῃρ. ἀντὶ ἡμινέαρος, κατὰ τὸ ἥμισυ [[πρόσφατος]], καὶ [[οὕτως]] ἐπὶ ἰχθύων, κατὰ τὸ ἥμισυ ἡλατισμένος, ὡς τὸ [[ἡμιτάριχος]], Ξενοκρ. 5. 77, Ἀθήν. 118F, 121B.
}}
{{grml
|mltxt=[[ἡμίνηρος]], -ον (Α)<br /><b>1.</b> [[κατά]] το ήμισυ [[πρόσφατος]], όχι εντελώς [[πρόσφατος]]<br /><b>2.</b> (για ψάρια) μισοαλατισμένος.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ημι</i>- <span style="color: red;">+</span> [[νηρός]] «[[δροσερός]] (για ψάρια)»].
}}
}}

Latest revision as of 11:24, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἡμίνηρος Medium diacritics: ἡμίνηρος Low diacritics: ημίνηρος Capitals: ΗΜΙΝΗΡΟΣ
Transliteration A: hēmínēros Transliteration B: hēminēros Transliteration C: iminiros Beta Code: h(mi/nhros

English (LSJ)

ἡμίνηρον, contr. for ἡμινέαρος, half-fresh, and so of fish. half-salted, Xenocr.77, Ath.3.118f.

German (Pape)

[Seite 1169] halbfrisch, für ἡμινέαρος, d. i. halbeingesalzen, Ath. III, 118 f 121 b.

Greek (Liddell-Scott)

ἡμίνηρος: -ον, συνῃρ. ἀντὶ ἡμινέαρος, κατὰ τὸ ἥμισυ πρόσφατος, καὶ οὕτως ἐπὶ ἰχθύων, κατὰ τὸ ἥμισυ ἡλατισμένος, ὡς τὸ ἡμιτάριχος, Ξενοκρ. 5. 77, Ἀθήν. 118F, 121B.

Greek Monolingual

ἡμίνηρος, -ον (Α)
1. κατά το ήμισυ πρόσφατος, όχι εντελώς πρόσφατος
2. (για ψάρια) μισοαλατισμένος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ημι- + νηρός «δροσερός (για ψάρια)»].