δέτης: Difference between revisions
From LSJ
Ὑπερηφανία μέγιστον ἀνθρώποις κακόν → Malorum maximum hominibus superbia → Das größte Übel ist für Menschen Übermut
(6_19) |
(9) |
||
(One intermediate revision by the same user not shown) | |||
Line 1: | Line 1: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''δέτης''': -ου, ὁ, ὁ δένων, Γρηγ. Ναζιανζ. 3, 450Α (Migne). | |lstext='''δέτης''': -ου, ὁ, ὁ δένων, Γρηγ. Ναζιανζ. 3, 450Α (Migne). | ||
}} | |||
{{DGE | |||
|dgtxt=-ου, ὁ [[atador]], [[que ata]] δ. [[ἐμός]] el que hizo mi ligazón</i>, el que me creó</i> compuesto de alma y cuerpo, Gr.Naz.M.37.450A, cf. <i>Gloss</i>.2.268. | |||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=ο (AM [[δέτης]]) [<i>δω</i> (<i>δέω</i>)]<br />αυτός με τον οποίο δένουν [[κάτι]] ή αυτός που δένει [[κάτι]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> <b>ναυτ.</b> [[λεπτό]] [[σκοινί]] για [[δέσιμο]], αναδέτης, [[διαθέτης]], [[επιδέτης]], [[σάγουλα]]<br /><b>2.</b> (για βιβλία) η [[ταινία]] που συγκρατεί τα τυπογραφικά φύλλα τών δεμένων βιβλίων. | |||
}} | }} |
Latest revision as of 07:03, 29 September 2017
Greek (Liddell-Scott)
δέτης: -ου, ὁ, ὁ δένων, Γρηγ. Ναζιανζ. 3, 450Α (Migne).
Spanish (DGE)
-ου, ὁ atador, que ata δ. ἐμός el que hizo mi ligazón, el que me creó compuesto de alma y cuerpo, Gr.Naz.M.37.450A, cf. Gloss.2.268.
Greek Monolingual
ο (AM δέτης) [δω (δέω)]
αυτός με τον οποίο δένουν κάτι ή αυτός που δένει κάτι
νεοελλ.
1. ναυτ. λεπτό σκοινί για δέσιμο, αναδέτης, διαθέτης, επιδέτης, σάγουλα
2. (για βιβλία) η ταινία που συγκρατεί τα τυπογραφικά φύλλα τών δεμένων βιβλίων.