τρυπητός: Difference between revisions

From LSJ

Κύριε, βοήθησον τὸν δοῦλον σου Νῖλον κτλ. → Lord, help your slave Nilos ... (mosaic inscription from 4th-cent. church in the Negev)

Source
(6_19)
m (LSJ1 replacement)
 
(5 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=trypitos
|Transliteration C=trypitos
|Beta Code=truphto/s
|Beta Code=truphto/s
|Definition=ή, όν, <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> <b class="b2">pierced</b>, <span class="bibl">Arist.<span class="title">Ath.</span>69.1</span>.</span>
|Definition=τρυπητή, τρυπητόν, [[pierced]], Arist.''Ath.''69.1.
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''τρῡπητός''': -όν, τετρυπημένος, [[τρυπητός]], περὶ τὸν λεγόμενον τρυπητὸν λίθον Νικήτ. Χρον. 361Α.
|lstext='''τρῡπητός''': -όν, τετρυπημένος, [[τρυπητός]], περὶ τὸν λεγόμενον τρυπητὸν λίθον Νικήτ. Χρον. 361Α.
}}
{{grml
|mltxt=-ή, -ό / [[τρυπητός]], -ή, -όν, ΝΜΑ [[τρυπῶ]]<br />αυτός που έχει οπές, [[διάτρητος]], τρυπημένος<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> <b>το θηλ. ως ουσ.</b> <i>η τρυπητή</i><br />(ενν. [[κουτάλα]]) [[κουτάλα]] με τρύπες κατάλληλη για το [[σερβίρισμα]] διαφόρων εδεσμάτων<br /><b>2.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>το τρυπητό</i><br />α) διάτρητο μαγειρικό [[σκεύος]] κατάλληλο για την [[αποστράγγιση]] φαγητών, [[σουρωτήρι]]<br />β) [[διυλιστήρας]].
}}
}}

Latest revision as of 12:18, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: τρῡπητός Medium diacritics: τρυπητός Low diacritics: τρυπητός Capitals: ΤΡΥΠΗΤΟΣ
Transliteration A: trypētós Transliteration B: trypētos Transliteration C: trypitos Beta Code: truphto/s

English (LSJ)

τρυπητή, τρυπητόν, pierced, Arist.Ath.69.1.

Greek (Liddell-Scott)

τρῡπητός: -όν, τετρυπημένος, τρυπητός, περὶ τὸν λεγόμενον τρυπητὸν λίθον Νικήτ. Χρον. 361Α.

Greek Monolingual

-ή, -ό / τρυπητός, -ή, -όν, ΝΜΑ τρυπῶ
αυτός που έχει οπές, διάτρητος, τρυπημένος
νεοελλ.
1. το θηλ. ως ουσ. η τρυπητή
(ενν. κουτάλα) κουτάλα με τρύπες κατάλληλη για το σερβίρισμα διαφόρων εδεσμάτων
2. το ουδ. ως ουσ. το τρυπητό
α) διάτρητο μαγειρικό σκεύος κατάλληλο για την αποστράγγιση φαγητών, σουρωτήρι
β) διυλιστήρας.