σωμασκίας: Difference between revisions
From LSJ
πενία μόνα τὰς τέχνας ἐγείρει → poverty alone promotes skilled work, necessity is the mother of invention, necessity is the mother of all invention, poverty is the mother of invention, out of necessity comes invention, out of necessity came invention, frugality is the mother of invention
(6_19) |
m (LSJ1 replacement) |
||
(8 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=somaskias | |Transliteration C=somaskias | ||
|Beta Code=swmaski/as | |Beta Code=swmaski/as | ||
|Definition=ου, ὁ, | |Definition=-ου, ὁ, [[one who takes bodily exercise]], Poll.3.154; glossed by [[κατάσαρκος]], Hdn.''Epim.''130. | ||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''σωμασκίας''': -ου, ὁ, ὁ ἀσκούμενος, σωματικῶς, «σωμασκεῖν σωμασκίαι σεσωμασκηκὼς» | |lstext='''σωμασκίας''': -ου, ὁ, ὁ ἀσκούμενος, σωματικῶς, «σωμασκεῖν σωμασκίαι σεσωμασκηκὼς» Πολυδ. Γ΄, 154· ἐν Ἡρῳδιαν. Ἐπιμερ. 430: «[[σωμασκίας]], ὁ [[κατάσαρκος]]». | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=ὁ, Α<br /><b>1.</b> αυτός που ασκεί το [[σώμα]] του, που ασχολείται με τον αθλητισμό<br /><b>2.</b> [[σωματώδης]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[σωμασκία]] <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>ίας</i> ([[πρβλ]]. [[νεανίας]])]. | |||
}} | }} |
Latest revision as of 11:27, 25 August 2023
English (LSJ)
-ου, ὁ, one who takes bodily exercise, Poll.3.154; glossed by κατάσαρκος, Hdn.Epim.130.
Greek (Liddell-Scott)
σωμασκίας: -ου, ὁ, ὁ ἀσκούμενος, σωματικῶς, «σωμασκεῖν σωμασκίαι σεσωμασκηκὼς» Πολυδ. Γ΄, 154· ἐν Ἡρῳδιαν. Ἐπιμερ. 430: «σωμασκίας, ὁ κατάσαρκος».
Greek Monolingual
ὁ, Α
1. αυτός που ασκεί το σώμα του, που ασχολείται με τον αθλητισμό
2. σωματώδης.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σωμασκία + κατάλ. -ίας (πρβλ. νεανίας)].