πιστωτής: Difference between revisions
From LSJ
Δυσαμένη δὲ κάρηνα βαθυκνήμιδος ἐρίπνης / Δελφικὸν ἄντρον ἔναιε φόβῳ λυσσώδεος Ἰνοῦς (Nonnus, Dionysiaca 9.273f.) → Having descended from the top of a deep-greaved cliff, she dwelt in a cave in Delphi, because of her fear of raving/raging Ino.
(6_19) |
m (Text replacement - "Hsch.]]s.v." to "Hsch.]] s.v.") |
||
(6 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=pistotis | |Transliteration C=pistotis | ||
|Beta Code=pistwth/s | |Beta Code=pistwth/s | ||
|Definition= | |Definition=πιστωτοῦ, ὁ, [[confirmer]], [[Hesychius Lexicographus|Hsch.]] [[s.v.]] [[ἐμπαστῆρας]]. | ||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''πιστωτής''': -οῦ, ὁ, ὁ πιστοποιῶν, ἐπιβεβαιῶν, Ἡσύχ. ἐν λ. ἐμπαστῆρας. | |lstext='''πιστωτής''': -οῦ, ὁ, ὁ πιστοποιῶν, ἐπιβεβαιῶν, Ἡσύχ. ἐν λ. ἐμπαστῆρας. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=ο, θηλ. πιστώτρια, ΝΑ [[πιστώ]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[άτομο]] που δίνει χρήματα ή παρέχει, προμηθεύει εμπορεύματα σε κάποιον με [[πίστωση]], [[δανειστής]]<br /><b>αρχ.</b><br />αυτός που πιστοποιεί, που βεβαιώνει [[κάτι]], [[εγγυητής]]. | |||
}} | }} |
Latest revision as of 10:09, 23 March 2024
English (LSJ)
πιστωτοῦ, ὁ, confirmer, Hsch. s.v. ἐμπαστῆρας.
Greek (Liddell-Scott)
πιστωτής: -οῦ, ὁ, ὁ πιστοποιῶν, ἐπιβεβαιῶν, Ἡσύχ. ἐν λ. ἐμπαστῆρας.
Greek Monolingual
ο, θηλ. πιστώτρια, ΝΑ πιστώ
νεοελλ.
άτομο που δίνει χρήματα ή παρέχει, προμηθεύει εμπορεύματα σε κάποιον με πίστωση, δανειστής
αρχ.
αυτός που πιστοποιεί, που βεβαιώνει κάτι, εγγυητής.