προσήιξαι: Difference between revisions

From LSJ

Πέτρος Ἰουδαίοις τάδε πρῶτα τεθέσπικε πιστοῖς → Peter has laid down the following first writing for the Jewish faithful

Source
(6_20)
 
(6)
 
Line 1: Line 1:
{{ls
{{ls
|lstext='''προσήιξαι''': προσήικται, ἴδε ἐν λ. [[προσέοικα]].
|lstext='''προσήιξαι''': προσήικται, ἴδε ἐν λ. [[προσέοικα]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''προσήιξαι:''' βʹ ενικ. Παθ. παρακ. του [[προσέοικα]].
}}
}}

Latest revision as of 01:24, 31 December 2018

Greek (Liddell-Scott)

προσήιξαι: προσήικται, ἴδε ἐν λ. προσέοικα.

Greek Monotonic

προσήιξαι: βʹ ενικ. Παθ. παρακ. του προσέοικα.