ἐπίτριμμα: Difference between revisions

From LSJ

Δύο γὰρ, ἐπιστήμη τε καὶ δόξα, ὧν τὸ μὲν ἐπίστασθαι ποιέει, τὸ δὲ ἀγνοεῖν → Two different things are science and belief: the one brings knowledge, the other ignorance

Hippocrates
(6_21)
(14)
 
Line 4: Line 4:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἐπίτριμμα''': τό, ([[ἐπιτρίβω]]) τὸ ἐπιτριβόμενον ἐπὶ τοῦ προσώπου, [[ψιμύθιον]], Νικήτ. Χρον. 37C, Ἰω. Χρ. τ. 2. σ. 424Α, κτλ. 2) [[πρᾶγμα]] ἐφθαρμένον ἐκ τῆς τριβῆς· μεταφ., ἐπ. ἐρώτων, ἐπὶ πόρνης, Νικήτ. Χρον. 335D· πρβλ. [[περίτριμμα]].
|lstext='''ἐπίτριμμα''': τό, ([[ἐπιτρίβω]]) τὸ ἐπιτριβόμενον ἐπὶ τοῦ προσώπου, [[ψιμύθιον]], Νικήτ. Χρον. 37C, Ἰω. Χρ. τ. 2. σ. 424Α, κτλ. 2) [[πρᾶγμα]] ἐφθαρμένον ἐκ τῆς τριβῆς· μεταφ., ἐπ. ἐρώτων, ἐπὶ πόρνης, Νικήτ. Χρον. 335D· πρβλ. [[περίτριμμα]].
}}
{{grml
|mltxt=[[ἐπίτριμμα]], τὸ (AM) [[επιτρίβω]]<br />το επιτριβόμενο [[πάνω]] στο [[πρόσωπο]] [[ψιμύθιο]], το καλλυντικό<br /><b>μσν.</b><br /><b>1.</b> [[πράγμα]] φθαρμένο από την [[τριβή]]<br /><b>2.</b> <b>μτφ.</b> για [[εταίρα]] αυτός που έχει [[μεγάλη]] [[τριβή]], [[πείρα]] σε [[κάτι]], («[[ἐπίτριμμα]] ἐρώτων» Νικ. Χων.).
}}
}}

Latest revision as of 07:12, 29 September 2017

German (Pape)

[Seite 996] τό, das daran, darauf Abgeriebene, Schminke, Sp.; auch übertr., ἐρώτων, abgefeimt in Liebeshändeln.

Greek (Liddell-Scott)

ἐπίτριμμα: τό, (ἐπιτρίβω) τὸ ἐπιτριβόμενον ἐπὶ τοῦ προσώπου, ψιμύθιον, Νικήτ. Χρον. 37C, Ἰω. Χρ. τ. 2. σ. 424Α, κτλ. 2) πρᾶγμα ἐφθαρμένον ἐκ τῆς τριβῆς· μεταφ., ἐπ. ἐρώτων, ἐπὶ πόρνης, Νικήτ. Χρον. 335D· πρβλ. περίτριμμα.

Greek Monolingual

ἐπίτριμμα, τὸ (AM) επιτρίβω
το επιτριβόμενο πάνω στο πρόσωπο ψιμύθιο, το καλλυντικό
μσν.
1. πράγμα φθαρμένο από την τριβή
2. μτφ. για εταίρα αυτός που έχει μεγάλη τριβή, πείρα σε κάτι, («ἐπίτριμμα ἐρώτων» Νικ. Χων.).