επιτρίβω
Ὁ θάνατος οὐθὲν πρὸς ἡμᾶς, ἐπειδήπερ ὅταν μὲν ἡμεῖς ὦμεν, ὁ θάνατος οὐ πάρεστιν, ὅταν δὲ ὁ θάνατος παρῇ, τόθ' ἡμεῖς οὐκ ἐσμέν. → Death is nothing to us, since when we are, death has not come, and when death has come, we are not.
Greek Monolingual
ἐπιτρίβω (Α) τρίβω
1. τρίβω κάτι πάνω στην επιφάνεια ή τρίβω την επιφάνεια, συνθλίβω, συμπιέζω, συντρίβω («ἐμοῦ ἐπιτριβομένου τὸν ὦμον», Αριστοφ.)
2. στενοχωρώ, βλάπτω, καταστρέφω, λυπώ, εξαντλώ («τὸν γάμον, ὅς μ’ ἐπέτριψεν», Αριστοφ.)
3. σκοτώνω («ὃv ἐν Κολλυτῷ ποτ’ Οίνόμαον κακῶς ἐπέτριψας», Δημοσθ.)
4. καταστρέφω, εξολοθρεύω, εξοντώνω, αφανίζω
5. (με δοτ.) σπαταλώ, ξοδεύω τον καιρό μου
6. (για γυναίκα) ψιμυθιώνομαι, φκιασιδώνομαι
7. φλογίζω, ερεθίζω με τρίψιμο
8. παροτρύνω, ερεθίζω («τούτους... κατ’ ἰδίαν λαβόντας ἐπιτρίψαι τὸν ἄνθρωπον», Πολ.)
9. παθ. ἐπιτρίβομαι
βασανίζομαι.