νυκτόναρ: Difference between revisions

From LSJ

εἰ ἔρρωσαι καὶ ἐν τοῖς ἄλλοις ἀλύπως ἀπαλλάσσεις → if you are well and in other respects are getting on without annoyance

Source
(6_21)
 
(27)
 
Line 1: Line 1:
{{ls
{{ls
|lstext='''νυκτόναρ''': τό, [[ὄναρ]] τῆς νυκτός, Θ. Στουδ. 602C.
|lstext='''νυκτόναρ''': τό, [[ὄναρ]] τῆς νυκτός, Θ. Στουδ. 602C.
}}
{{grml
|mltxt=[[νυκτόναρ]], τὸ (Μ)<br />όνειρο της νύχτας.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>νύξ</i>, <i>νυκτός</i> <span style="color: red;">+</span> [[ὄναρ]].
}}
}}

Latest revision as of 12:05, 29 September 2017

Greek (Liddell-Scott)

νυκτόναρ: τό, ὄναρ τῆς νυκτός, Θ. Στουδ. 602C.

Greek Monolingual

νυκτόναρ, τὸ (Μ)
όνειρο της νύχτας.
[ΕΤΥΜΟΛ. < νύξ, νυκτός + ὄναρ.