τρῦμα: Difference between revisions
From LSJ
εἰς τὸν τετρημένον πίθον ἀντλεῖν → run water into a punctured pitcher, to the perforated jar bale water, labour in vain, labor in vain
(6_21) |
m (LSJ1 replacement) |
||
(5 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=tryma | |Transliteration C=tryma | ||
|Beta Code=tru=ma | |Beta Code=tru=ma | ||
|Definition=ατος, τό, < | |Definition=-ατος, τό,<br><span class="bld">A</span> = [[τρύμη]], [[hole]], Sch.Ar.''Nu.''447.<br><span class="bld">II</span> τρύμα, = [[πόνος]], Theognost.''Can.''24. | ||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''τρῦμα''': τό, ([[τρύω]]) = [[τρύμη]], ὀπή, Σχόλ. εἰς Ἀριστοφ. Νεφ. 447. ΙΙ. = [[πόνος]], Θεογνώστ. Καν. 24. 22. | |lstext='''τρῦμα''': τό, ([[τρύω]]) = [[τρύμη]], ὀπή, Σχόλ. εἰς Ἀριστοφ. Νεφ. 447. ΙΙ. = [[πόνος]], Θεογνώστ. Καν. 24. 22. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=το / τρῡμα, -ύματος, ΝΜΑ [[τρύω]]<br />οπή που έχει προκύψει από [[τριβή]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>βοτ.</b> [[δρύπη]] της οποίας το εξωκάρπιο και το μεσοκάρπιο αποχωρίζονται από το [[ενδοκάρπιο]]<br /><b>μσν.-αρχ.</b><br />([[κατά]] τον Θεόγνωστ.) «[[πόνος]]». | |||
}} | |||
{{pape | |||
|ptext=τό, = [[τρύμη]], <i>das Loch</i> (?). | |||
}} | }} |
Latest revision as of 11:06, 25 August 2023
English (LSJ)
-ατος, τό,
A = τρύμη, hole, Sch.Ar.Nu.447.
II τρύμα, = πόνος, Theognost.Can.24.
Greek (Liddell-Scott)
τρῦμα: τό, (τρύω) = τρύμη, ὀπή, Σχόλ. εἰς Ἀριστοφ. Νεφ. 447. ΙΙ. = πόνος, Θεογνώστ. Καν. 24. 22.
Greek Monolingual
το / τρῡμα, -ύματος, ΝΜΑ τρύω
οπή που έχει προκύψει από τριβή
νεοελλ.
βοτ. δρύπη της οποίας το εξωκάρπιο και το μεσοκάρπιο αποχωρίζονται από το ενδοκάρπιο
μσν.-αρχ.
(κατά τον Θεόγνωστ.) «πόνος».
German (Pape)
τό, = τρύμη, das Loch (?).