ἀλιτηρός: Difference between revisions
Πρὸς υἱὸν ὀργὴν οὐκ ἔχει χρηστὸς πατήρ → Boni parentis ira nulla in filium → Ein guter Vater zürnt nicht gegen seinen Sohn
(4000) |
m (LSJ1 replacement) |
||
(13 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=alitiros | |Transliteration C=alitiros | ||
|Beta Code=a)lithro/s | |Beta Code=a)lithro/s | ||
|Definition= | |Definition=ἀλιτηρόν, = [[ἀλιτήριος]]: <b class="b3">κἀξ ἀλῑτηροῦ φρενός</b> is prob. [[falsa lectio|f.l.]] for [[κἀλιτηρίου]] in S. ''OC''371. | ||
}} | |||
{{DGE | |||
|dgtxt=(ἀλῐτηρός) -όν<br /><b class="num">• Prosodia:</b> [ᾰ-]<br /><b class="num">• Morfología:</b> [adv. ἀλιτɛ̄ρōς <i>Schwyzer</i> 412 (Olimpia VI a.C.)]<br />[[impío]], [[ἀνήρ]] Alcm.79.1, φρήν S.<i>OC</i> 371, Σαρακηνοί <i>PMasp</i>.9re.22 (VI d.C.), cf. tb. [[ἀλειτɛ̄ρός]]. | |||
}} | |||
{{pape | |||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0099.png Seite 99]] = [[ἀλιτήριος]], Alcm. bei Schol. Pind. Ol. 1, 97; Soph. O. C. 372 [[φρήν]]. | |||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''ἀλῑτηρός:''' Soph. = [[ἀλιτήριος]]. | |||
}} | |||
{{ls | |||
|lstext='''ἀλῐτηρός''': -όν, = [[ἀλιτήριος]]· ἀλλὰ τὸ ἐν Σοφ. Ο. Κ. 371· κἀξ ἀλιτηροῦ φρενός, πρέπει νὰ [[εἶναι]] ἐφθαρμ., [[ἐπειδὴ]] τὸ ι [[εἶναι]] βραχύ. Ὁ Toup προτείνει κἀλιτηρίου, ὁ Ἕρμανν. κἀξ ἀλοιτηροῦ, ὁ Δινδ. κἀξ ἀλιτρίας, ὁ Jebb παρεδέχθη τὴν γραφὴν τοῦ Toup. | |||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=[[ἀλιτηρός]], -όν (Α) [[ἀλιταίνω]]<br />ο [[ἀλιτήριος]]. | |||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''ἀλῐτηρός:''' -όν = [[ἀλιτήριος]]· στον Σοφ. το [[κἀξ]] ἀλῑτηροῦ φρενός, θα έπρεπε πιθ. να είναι [[κἀξ]] ἀλειτηρᾶς ή <i>ἐξ ἀλιτρίας</i>. | |||
}} | }} |
Latest revision as of 11:13, 25 August 2023
English (LSJ)
ἀλιτηρόν, = ἀλιτήριος: κἀξ ἀλῑτηροῦ φρενός is prob. f.l. for κἀλιτηρίου in S. OC371.
Spanish (DGE)
(ἀλῐτηρός) -όν
• Prosodia: [ᾰ-]
• Morfología: [adv. ἀλιτɛ̄ρōς Schwyzer 412 (Olimpia VI a.C.)]
impío, ἀνήρ Alcm.79.1, φρήν S.OC 371, Σαρακηνοί PMasp.9re.22 (VI d.C.), cf. tb. ἀλειτɛ̄ρός.
German (Pape)
[Seite 99] = ἀλιτήριος, Alcm. bei Schol. Pind. Ol. 1, 97; Soph. O. C. 372 φρήν.
Russian (Dvoretsky)
ἀλῑτηρός: Soph. = ἀλιτήριος.
Greek (Liddell-Scott)
ἀλῐτηρός: -όν, = ἀλιτήριος· ἀλλὰ τὸ ἐν Σοφ. Ο. Κ. 371· κἀξ ἀλιτηροῦ φρενός, πρέπει νὰ εἶναι ἐφθαρμ., ἐπειδὴ τὸ ι εἶναι βραχύ. Ὁ Toup προτείνει κἀλιτηρίου, ὁ Ἕρμανν. κἀξ ἀλοιτηροῦ, ὁ Δινδ. κἀξ ἀλιτρίας, ὁ Jebb παρεδέχθη τὴν γραφὴν τοῦ Toup.
Greek Monolingual
ἀλιτηρός, -όν (Α) ἀλιταίνω
ο ἀλιτήριος.
Greek Monotonic
ἀλῐτηρός: -όν = ἀλιτήριος· στον Σοφ. το κἀξ ἀλῑτηροῦ φρενός, θα έπρεπε πιθ. να είναι κἀξ ἀλειτηρᾶς ή ἐξ ἀλιτρίας.