ἐκλεικτόν: Difference between revisions

From LSJ

ταυτὶ γὰρ συκοφαντεῖσθαι τὸν Ἕκτορα ὑπὸ τοῦ Ὁμήρου → that is a false charge brought against Hector by Homer

Source
(6_21)
m (pape replacement)
 
(6 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=ekleikton
|Transliteration C=ekleikton
|Beta Code=e)kleikto/n
|Beta Code=e)kleikto/n
|Definition=τό, <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> = [[ἔκλειγμα]], Hp.l.c., Dsc.4.185.</span>
|Definition=τό, = [[ἔκλειγμα]], Hp.l.c., Dsc.4.185.
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''ἐκλεικτόν''': τό, [[φάρμακον]] [[ὅπερ]] δύναταί τις νὰ λείχῃ, ἢ [[ὅπερ]] τιθέμενον εἰς τὸ [[στόμα]] διαλύεται, «ματζοῦνι», Λατ. ecligma, electuarium, Ἱππ. 401. 45, Διοσκ. 2. 125· - ἐκλεικτικός, ή, όν, ὁ χρησιμεύων ὡς [[ἐκλεικτόν]], Ἱππ. 401. 41· - [[ὡσαύτως]] ἔκλειγμα, τό, Ἀρετ. Ὀξ. Νούσ. Θεραπευτ. 1. 5, κτλ.
|lstext='''ἐκλεικτόν''': τό, [[φάρμακον]] [[ὅπερ]] δύναταί τις νὰ λείχῃ, ἢ [[ὅπερ]] τιθέμενον εἰς τὸ [[στόμα]] διαλύεται, «ματζοῦνι», Λατ. [[ecligma]], [[electuarium]], Ἱππ. 401. 45, Διοσκ. 2. 125· - ἐκλεικτικός, ή, όν, ὁ χρησιμεύων ὡς [[ἐκλεικτόν]], Ἱππ. 401. 41· - [[ὡσαύτως]] ἔκλειγμα, τό, Ἀρετ. Ὀξ. Νούσ. Θεραπευτ. 1. 5, κτλ.
}}
{{pape
|ptext=τό, <i>eine [[Arznei]], die man aufleckt, im Munde [[zergehen]] läßt</i>, Medic.
}}
}}

Latest revision as of 16:51, 24 November 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐκλεικτόν Medium diacritics: ἐκλεικτόν Low diacritics: εκλεικτόν Capitals: ΕΚΛΕΙΚΤΟΝ
Transliteration A: ekleiktón Transliteration B: ekleikton Transliteration C: ekleikton Beta Code: e)kleikto/n

English (LSJ)

τό, = ἔκλειγμα, Hp.l.c., Dsc.4.185.

Greek (Liddell-Scott)

ἐκλεικτόν: τό, φάρμακον ὅπερ δύναταί τις νὰ λείχῃ, ἢ ὅπερ τιθέμενον εἰς τὸ στόμα διαλύεται, «ματζοῦνι», Λατ. ecligma, electuarium, Ἱππ. 401. 45, Διοσκ. 2. 125· - ἐκλεικτικός, ή, όν, ὁ χρησιμεύων ὡς ἐκλεικτόν, Ἱππ. 401. 41· - ὡσαύτως ἔκλειγμα, τό, Ἀρετ. Ὀξ. Νούσ. Θεραπευτ. 1. 5, κτλ.

German (Pape)

τό, eine Arznei, die man aufleckt, im Munde zergehen läßt, Medic.