περίγελως: Difference between revisions

From LSJ

ἀμήχανον τέχνημα καὶ δυσέκδυτον → unmanageable garment which he could not strip off

Source
(6_23)
 
mNo edit summary
 
(One intermediate revision by the same user not shown)
Line 1: Line 1:
{{ls
{{ls
|lstext='''περίγελως''': -ωτος, ὁ, ὁ χρησιμεύων ὡς [[αἰτία]] γέλωτος, Ψευδο-Ἰάκωβ. 9. 2.
|lstext='''περίγελως''': -ωτος, ὁ, ὁ χρησιμεύων ὡς [[αἰτία]] γέλωτος, Ψευδο-Ἰάκωβ. 9. 2.
}}
{{grml
|mltxt=[[περίγελος]] και [[περίγελως]], ο, ΝΑ, [[περίγελως]], -ωτος, Α<br /><b>1.</b> [[λόγος]] [[χλευαστικός]], [[χλευασμός]], [[κοροϊδία]]<br /><b>2.</b> το [[αντικείμενο]] της χλεύης, ο [[καταγέλαστος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>περι</i>- <span style="color: red;">+</span> [[γέλως]]. Ο τ. [[περίγελος]] <span style="color: red;"><</span> [[περίγελο]]].
}}
}}

Latest revision as of 13:08, 12 May 2023

Greek (Liddell-Scott)

περίγελως: -ωτος, ὁ, ὁ χρησιμεύων ὡς αἰτία γέλωτος, Ψευδο-Ἰάκωβ. 9. 2.

Greek Monolingual

περίγελος και περίγελως, ο, ΝΑ, περίγελως, -ωτος, Α
1. λόγος χλευαστικός, χλευασμός, κοροϊδία
2. το αντικείμενο της χλεύης, ο καταγέλαστος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < περι- + γέλως. Ο τ. περίγελος < περίγελο].