κατανθίζω: Difference between revisions
From LSJ
οὗτος ἐγὼ ταχυτᾶτι· χεῖρες δὲ καὶ ἦτορ ἴσο → this is my speed: my hands and heart are its equal, such am I for speed; my hands and heart are just as good
(6_23) |
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2") |
||
(4 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 1: | Line 1: | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1365.png Seite 1365]] mit Blumen ausschmücken, übh. schmücken, [[στέμμα]] χρώμασι παντοδαποῖς κατηνθισμένον D. Sic. 18, 26, a. Sp. | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1365.png Seite 1365]] mit Blumen ausschmücken, übh. schmücken, [[στέμμα]] χρώμασι παντοδαποῖς κατηνθισμένον D. Sic. 18, 26, a. Sp. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''κατανθίζω:''' [[расцвечивать]] ([[στέμμα]] χρώμασι παντοδαποῖς κατηνθισμένον Diod.). | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''κατανθίζω''': καὶ παθ. κατανθίζομαι, κοσμῶ δι’ ἀνθέων, ἐν γένει [[στολίζω]], χρώμασι ποικίλοις κατηνθισμένος Διόδ. 18. 26· χρυσῷ κατήνθιστο Καλλίστρ. 898. | |lstext='''κατανθίζω''': καὶ παθ. κατανθίζομαι, κοσμῶ δι’ ἀνθέων, ἐν γένει [[στολίζω]], χρώμασι ποικίλοις κατηνθισμένος Διόδ. 18. 26· χρυσῷ κατήνθιστο Καλλίστρ. 898. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=[[κατανθίζω]] (Α)<br />[[στολίζω]] με [[άνθη]] («[[στέμμα]] πομπικόν, χρώμασι παντοδαποῖς διαπρεπῶς κατηνθισμένον», <b>Διόδ.</b>). | |||
}} | }} |
Latest revision as of 13:40, 3 October 2022
German (Pape)
[Seite 1365] mit Blumen ausschmücken, übh. schmücken, στέμμα χρώμασι παντοδαποῖς κατηνθισμένον D. Sic. 18, 26, a. Sp.
Russian (Dvoretsky)
κατανθίζω: расцвечивать (στέμμα χρώμασι παντοδαποῖς κατηνθισμένον Diod.).
Greek (Liddell-Scott)
κατανθίζω: καὶ παθ. κατανθίζομαι, κοσμῶ δι’ ἀνθέων, ἐν γένει στολίζω, χρώμασι ποικίλοις κατηνθισμένος Διόδ. 18. 26· χρυσῷ κατήνθιστο Καλλίστρ. 898.
Greek Monolingual
κατανθίζω (Α)
στολίζω με άνθη («στέμμα πομπικόν, χρώμασι παντοδαποῖς διαπρεπῶς κατηνθισμένον», Διόδ.).