Θρᾴκιος: Difference between revisions

From LSJ

ἐὰν ἐκπέσῃ τὸ σιδήριον καὶ αὐτὸς πρόσωπον ἐτάραξεν καὶ δυνάμεις δυναμώσει καὶ περισσεία τοῦ ἀνδρείου σοφία (Ecclesiastes 10:10, LXX version) → If the iron axe fails, and the man has furrowed his brow, he will gather his strength, and the redoubling of his manly vigor will be the wise thing.

Source
(CSV import)
 
m (Text replacement - "E.''Hec.''" to "E.''Hec.''")
 
(20 intermediate revisions by 2 users not shown)
Line 7: Line 7:
|Transliteration B=Thrakios
|Transliteration B=Thrakios
|Transliteration C=THrakios
|Transliteration C=THrakios
|Beta Code=*qra/|kios
|Beta Code=*qra/|kios
|Definition=α, ον, <span class="title">Thracian</span>, <span class="bibl">Th.5.10</span>, etc.: Ion. Θρηΐκιος, η, ον, <span class="bibl">Il.10.559</span>, <span class="bibl">Hdt.1.168</span> codd.:—contr. Θρῄκιος, α<b class="b3">, ον</b> (<b class="b3">-ος, ον</b> <span class="bibl">E.<span class="title">Fr.</span>369.4</span> (lyr.)), <span class="bibl">A.<span class="title">Ag.</span>654</span>, <span class="bibl">E.<span class="title">Hec.</span>36</span>:—<b class="b3">Σάμος Θρηϊκίη</b>,= <b class="b3">Σαμοθράκη</b>, <span class="bibl">Il.13.13</span>. [<span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> Θρηῐκιος Hom.; Θρηῑκιος <span class="bibl">Phanocl.1.1</span>, <span class="bibl">A.R.4.905</span>.]</span>
|Definition=α, ον, [[Thracian]], Th.5.10, etc.: Ion. [[Θρηΐκιος]], η, ον, Il.10.559, [[Herodotus|Hdt.]]1.168 codd.:—contr. [[Θρῄκιος]], -α, -ον (-ος, -ον E.''Fr.''369.4 (lyr.)), [[Aeschylus|A.]]''[[Agamemnon|Ag.]]''654, [[Euripides|E.]]''[[Hecuba|Hec.]]''36:—[[Σάμος Θρηϊκίη]] = [[Σαμοθράκη]], Il.13.13. [Θρηῐκιος Hom.; Θρηῑκιος Phanocl.1.1, A.R.4.905.]
}}
{{bailly
|btext=α, ον :<br /><i>c.</i> [[Θρᾳκικός]].
}}
{{elru
|elrutext='''Θρᾴκιος:''' эп.-ион. [[Θρηΐκιος]], поэт. тж. [[Θρῄκιος]] 3 фракийский Thuc., Xen.
}}
{{ls
|lstext='''Θρᾴκιος''': -α, -ον, ἐκ Θρᾴκης, Θουκ., κλ.· Ἰων. Θρηΐκιος, η, ον, Ἰλ. Κ. 559, Ἡρόδ.· συνῃρ. Θρῄκιος, α, ον, Τραγ., Αἰσχύλ. Ἀγ. 564, Εὐρ. Ἑκ. 36· [[Σάμος]] Θρῃϊκίη = [[Σαμοθρᾴκη]], Ἰλ. Ν. 12. Θρηῐκιος παρ’ Ὁμ.· Θρηῑκιος, Φανοκλ. παρὰ Στοβ. τ. 64. 14, Ἀπολλ. Ρόδ. Δ. 903.
}}
{{grml
|mltxt=ο, θηλ. [[Θρακιά]] [[Θράκη]]<br />αυτός που κατάγεται από τη Θράκη.
}}
{{lsm
|lsmtext='''Θρᾴκιος:''' -α, -ον, αυτός που κατάγεται από τη Θράκη, σε Θουκ., κ.λπ.· Ιων. Θρηΐκῐος [ῐ], <i></i>, <i>-ον</i>, σε Ομήρ. Ιλ., Ηρόδ.· συνηρ. [[Θρῄκιος]], <i></i>, <i>-ον</i>, σε Τραγ.· [[Σάμος]] [[Θρηϊκίη]] = [[Σαμοθρᾴκη]], σε Ιλ.
}}
}}

Latest revision as of 07:47, 15 November 2024

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: Θρᾴκιος Medium diacritics: Θρᾴκιος Low diacritics: Θράκιος Capitals: ΘΡΑΚΙΟΣ
Transliteration A: Thrā́ikios Transliteration B: Thrakios Transliteration C: THrakios Beta Code: *qra/|kios

English (LSJ)

α, ον, Thracian, Th.5.10, etc.: Ion. Θρηΐκιος, η, ον, Il.10.559, Hdt.1.168 codd.:—contr. Θρῄκιος, -α, -ον (-ος, -ον E.Fr.369.4 (lyr.)), A.Ag.654, E.Hec.36:—Σάμος Θρηϊκίη = Σαμοθράκη, Il.13.13. [Θρηῐκιος Hom.; Θρηῑκιος Phanocl.1.1, A.R.4.905.]

French (Bailly abrégé)

α, ον :
c. Θρᾳκικός.

Russian (Dvoretsky)

Θρᾴκιος: эп.-ион. Θρηΐκιος, поэт. тж. Θρῄκιος 3 фракийский Thuc., Xen.

Greek (Liddell-Scott)

Θρᾴκιος: -α, -ον, ἐκ Θρᾴκης, Θουκ., κλ.· Ἰων. Θρηΐκιος, η, ον, Ἰλ. Κ. 559, Ἡρόδ.· συνῃρ. Θρῄκιος, α, ον, Τραγ., Αἰσχύλ. Ἀγ. 564, Εὐρ. Ἑκ. 36· Σάμος Θρῃϊκίη = Σαμοθρᾴκη, Ἰλ. Ν. 12. Θρηῐκιος παρ’ Ὁμ.· Θρηῑκιος, Φανοκλ. παρὰ Στοβ. τ. 64. 14, Ἀπολλ. Ρόδ. Δ. 903.

Greek Monolingual

ο, θηλ. Θρακιά Θράκη
αυτός που κατάγεται από τη Θράκη.

Greek Monotonic

Θρᾴκιος: -α, -ον, αυτός που κατάγεται από τη Θράκη, σε Θουκ., κ.λπ.· Ιων. Θρηΐκῐος [ῐ], , -ον, σε Ομήρ. Ιλ., Ηρόδ.· συνηρ. Θρῄκιος, , -ον, σε Τραγ.· Σάμος Θρηϊκίη = Σαμοθρᾴκη, σε Ιλ.