θυτικός: Difference between revisions

(CSV import)
 
m (LSJ1 replacement)
 
(20 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=thytikos
|Transliteration C=thytikos
|Beta Code=qutiko/s
|Beta Code=qutiko/s
|Definition=ή, όν, <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> <b class="b2">of</b> or <b class="b2">for sacrifice</b>, μαχαιρίδιον <span class="bibl">Luc.<span class="title">Pisc.</span>45</span>: <b class="b3">ἡ -κή</b> (sc. <b class="b3">τέχνη</b>), the <b class="b2">art of the diviner</b>, <span class="bibl">Ph.2.221</span>, <span class="bibl">Onos.10.28</span>, <span class="bibl">Ath.14.659d</span>, <span class="bibl">Hdn.8.3.7</span>, <span class="bibl">Porph.<span class="title">Abst.</span>2.53</span>; <b class="b3">τὸ θ</b>. <span class="title">Placit.</span>5.1.3; <b class="b3">θ. μαντεία</b> Sch. rec.<span class="bibl">A.<span class="title">Pr.</span>496</span>. </span><span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">II</span> <b class="b2">given to sacrificing</b>, <span class="bibl">Str.3.3.6</span>.</span>
|Definition=θυτική, θυτικόν,<br><span class="bld">A</span> of or for [[sacrifice]], μαχαιρίδιον Luc.''Pisc.''45: ἡ [[θυτική]] (''[[sc.]]'' [[τέχνη]]), the [[art]] of the [[diviner]], Ph.2.221, Onos.10.28, Ath.14.659d, Hdn.8.3.7, Porph.''Abst.''2.53; <b class="b3">τὸ θ.</b> ''[[Placita Philosophorum|Placit.]]''5.1.3; <b class="b3">θ. μαντεία</b> Sch. rec.A.''Pr.''496.<br><span class="bld">II</span> [[given to sacrificing]], Str.3.3.6.
}}
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1228.png Seite 1228]] zum Opfer gehörig; ἡ θυτική, Opferkunde, die Wissenschaft des Opferpriesters, Ath. XIV, 559 d; Hdn. 8, 3, 17.
}}
{{bailly
|btext=ή, όν :<br />qui concerne les sacrifices, qui sert aux sacrifices ; τὸ θυτικόν PLUT la science des sacrifices <i>ou</i> de la divination.<br />'''Étymologie:''' [[θύω]]¹.
}}
{{elru
|elrutext='''θῠτικός:''' [[θύω]] 1] служащий для жертвоприношений, жертвенный ([[μαχαιρίδιον]] Luc.).
}}
{{ls
|lstext='''θῠτικός''': -ή, -όν, (θύω Α) χρησιμεύων εἰς τὸ θύειν, [[μαχαιρίδιον]] Λουκ. ἐν Ἁλιεῖ 45· ― ἡ -κὴ (δηλ. [[τέχνη]]), ἡ [[τέχνη]] τοῦ ἱεροσκόπου, τοῦ μάντεως, Ἀθήν. 659D, Ἡρῳδιαν. 8. 3· οὕτω, τὸ θυτικὸν Πλούτ. 2. 904Ε· θ. [[μαντεία]] Σχόλ. εἰς Αἰσχύλ. Πρ. 496.
}}
{{grml
|mltxt=[[θυτικός]], -ή, -όν (Α)<br /><b>1.</b> αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη [[θυσία]] ή [[είναι]] [[χρήσιμος]] για τη [[θυσία]]<br /><b>2.</b> αυτός που επιδίδεται σε θυσίες<br /><b>3.</b> <b>το θηλ. ως ουσ.</b> <i>ἡ θυτική</i> (ενν. [[τέχνη]])<br />η [[μαντική]], η [[τέχνη]] του ιεροσκόπου, του μάντη<br /><b>4.</b> <b>φρ.</b> «θυτική [[μαντεία]]» — η [[μαντεία]] που γίνεται [[κατά]] τις θυσίες.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[θύτης]] ή το αμάρτυρο ρηματικό επίθ. <i>θυτός</i> (μαρτυρείται μόνο τ. <i>ά</i>-<i>θυτος</i>) [<span style="color: red;"><</span> <i>θύω</i> (I)] <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>ικός</i> ([[πρβλ]]. [[δεκτικός]], [[λεκτικός]])].
}}
{{lsm
|lsmtext='''θυτικός:''' -ή, -όν ([[θύω]] Α), αυτός που ταιριάζει ή χαρακτηρίζει τη [[θυσία]], σε Λουκ.
}}
{{mdlsj
|mdlsjtxt=θῠτικός, ή, όν [θύω1]<br />of or for [[sacrifice]], Luc.
}}
}}

Latest revision as of 10:29, 25 August 2023

English (LSJ)

θυτική, θυτικόν,
A of or for sacrifice, μαχαιρίδιον Luc.Pisc.45: ἡ θυτική (sc. τέχνη), the art of the diviner, Ph.2.221, Onos.10.28, Ath.14.659d, Hdn.8.3.7, Porph.Abst.2.53; τὸ θ. Placit.5.1.3; θ. μαντεία Sch. rec.A.Pr.496.
II given to sacrificing, Str.3.3.6.

German (Pape)

[Seite 1228] zum Opfer gehörig; ἡ θυτική, Opferkunde, die Wissenschaft des Opferpriesters, Ath. XIV, 559 d; Hdn. 8, 3, 17.

French (Bailly abrégé)

ή, όν :
qui concerne les sacrifices, qui sert aux sacrifices ; τὸ θυτικόν PLUT la science des sacrifices ou de la divination.
Étymologie: θύω¹.

Russian (Dvoretsky)

θῠτικός: θύω 1] служащий для жертвоприношений, жертвенный (μαχαιρίδιον Luc.).

Greek (Liddell-Scott)

θῠτικός: -ή, -όν, (θύω Α) χρησιμεύων εἰς τὸ θύειν, μαχαιρίδιον Λουκ. ἐν Ἁλιεῖ 45· ― ἡ -κὴ (δηλ. τέχνη), ἡ τέχνη τοῦ ἱεροσκόπου, τοῦ μάντεως, Ἀθήν. 659D, Ἡρῳδιαν. 8. 3· οὕτω, τὸ θυτικὸν Πλούτ. 2. 904Ε· θ. μαντεία Σχόλ. εἰς Αἰσχύλ. Πρ. 496.

Greek Monolingual

θυτικός, -ή, -όν (Α)
1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη θυσία ή είναι χρήσιμος για τη θυσία
2. αυτός που επιδίδεται σε θυσίες
3. το θηλ. ως ουσ. ἡ θυτική (ενν. τέχνη)
η μαντική, η τέχνη του ιεροσκόπου, του μάντη
4. φρ. «θυτική μαντεία» — η μαντεία που γίνεται κατά τις θυσίες.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θύτης ή το αμάρτυρο ρηματικό επίθ. θυτός (μαρτυρείται μόνο τ. ά-θυτος) [< θύω (I)] + κατάλ. -ικός (πρβλ. δεκτικός, λεκτικός)].

Greek Monotonic

θυτικός: -ή, -όν (θύω Α), αυτός που ταιριάζει ή χαρακτηρίζει τη θυσία, σε Λουκ.

Middle Liddell

θῠτικός, ή, όν [θύω1]
of or for sacrifice, Luc.