καταψεκάζω: Difference between revisions
(Bailly1_3) |
|||
(16 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=katapsekazo | |Transliteration C=katapsekazo | ||
|Beta Code=katayeka/zw | |Beta Code=katayeka/zw | ||
|Definition=Att. | |Definition=Att. [[καταψακάζω]], [[wet by continual dropping]], δρόσοι κατεψάκαζον [[Aeschylus|A.]]''[[Agamemnon|Ag.]]''561; κ. φαρμάκῳ Plu.''Alex.''35:—hence [[καταψεκαστέον]] ''Gp.''5.39.2. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=[[arroser goutte à goutte]].<br />'''Étymologie:''' [[κατά]], ψεκάζω. | |||
}} | |||
{{pape | |||
|ptext=<i>[[beträufeln]], [[benetzen]]</i>; ἐξ οὐρανοῦ κἀπὸ γῆς δρόσοι κατεψέκαζον Aesch. <i>Ag</i>. 547; φαρμάκῳ Plut. <i>Alex</i>. 35. | |||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''καταψεκάζω:''' атт. [[καταψακάζω]] обрызгивать, окроплять, увлажнять (φαρμάκῳ Plut.; λειμώνιαι δρόσοι κατεψάκαζον, ''[[sc.]]'' Ἀχαιούς Aesch.). | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''καταψεκάζω''': Ἀττ. καταψακ-, [[καταβρέχω]] μὲ ψεκάδας, μὲ λεπτὴν καὶ ἀραιὰν βροχήν, [[καταρραντίζω]], δρόσοι κατεψάκαζον Αἰσχύλ. Ἀγ. 561· κ. φαρμάκῳ Πλουτ. Ἀλέξ. 35· ῥημ. ἐπίθετ. -ψεκαστέον, Γεωπ. 5. 39. | |lstext='''καταψεκάζω''': Ἀττ. καταψακ-, [[καταβρέχω]] μὲ ψεκάδας, μὲ λεπτὴν καὶ ἀραιὰν βροχήν, [[καταρραντίζω]], δρόσοι κατεψάκαζον Αἰσχύλ. Ἀγ. 561· κ. φαρμάκῳ Πλουτ. Ἀλέξ. 35· ῥημ. ἐπίθετ. -ψεκαστέον, Γεωπ. 5. 39. | ||
}} | }} | ||
{{ | {{grml | ||
| | |mltxt=[[καταψεκάζω]] (AM, Α αττ. τ. [[καταψακάζω]])<br />[[ραντίζω]] με ψιχάλες, με συνεχή αραιή [[βροχή]], [[καταβρέχω]] («δρόσοι κατεψάκαζον», <b>Αισχύλ.</b>). | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''καταψεκάζω:''' Αττ. -[[ψακάζω]], μέλ. <i>-σω</i>, [[υγραίνω]] με συνεχείς βροχές, [[καταβρέχω]], καταραντίζω, σε Αισχύλ., Πλούτ. | |||
}} | |||
{{mdlsj | |||
|mdlsjtxt=Attic -[[ψακάζω]] fut. σω<br />to wet by [[continual]] dropping, Aesch., Plut. | |||
}} | }} |
Latest revision as of 21:52, 29 October 2024
English (LSJ)
Att. καταψακάζω, wet by continual dropping, δρόσοι κατεψάκαζον A.Ag.561; κ. φαρμάκῳ Plu.Alex.35:—hence καταψεκαστέον Gp.5.39.2.
French (Bailly abrégé)
arroser goutte à goutte.
Étymologie: κατά, ψεκάζω.
German (Pape)
beträufeln, benetzen; ἐξ οὐρανοῦ κἀπὸ γῆς δρόσοι κατεψέκαζον Aesch. Ag. 547; φαρμάκῳ Plut. Alex. 35.
Russian (Dvoretsky)
καταψεκάζω: атт. καταψακάζω обрызгивать, окроплять, увлажнять (φαρμάκῳ Plut.; λειμώνιαι δρόσοι κατεψάκαζον, sc. Ἀχαιούς Aesch.).
Greek (Liddell-Scott)
καταψεκάζω: Ἀττ. καταψακ-, καταβρέχω μὲ ψεκάδας, μὲ λεπτὴν καὶ ἀραιὰν βροχήν, καταρραντίζω, δρόσοι κατεψάκαζον Αἰσχύλ. Ἀγ. 561· κ. φαρμάκῳ Πλουτ. Ἀλέξ. 35· ῥημ. ἐπίθετ. -ψεκαστέον, Γεωπ. 5. 39.
Greek Monolingual
καταψεκάζω (AM, Α αττ. τ. καταψακάζω)
ραντίζω με ψιχάλες, με συνεχή αραιή βροχή, καταβρέχω («δρόσοι κατεψάκαζον», Αισχύλ.).
Greek Monotonic
καταψεκάζω: Αττ. -ψακάζω, μέλ. -σω, υγραίνω με συνεχείς βροχές, καταβρέχω, καταραντίζω, σε Αισχύλ., Πλούτ.
Middle Liddell
Attic -ψακάζω fut. σω
to wet by continual dropping, Aesch., Plut.