καταψακάζω
From LSJ
τὸν ἴδιον κίνδυνον ὑποθείς → at his own risk
English (LSJ)
Att. for καταψεκ- (q.v.).
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
καταψακάζω besprenkelen.
Russian (Dvoretsky)
καταψακάζω: Aesch. = καταψεκάζω.
Greek (Liddell-Scott)
καταψακάζω: Ἀττ. ἀντὶ τοῦ καταψεκάζω, ὃ ἴδε.
Greek Monolingual
καταψακάζω (Α)
(αττ. τ.) βλ. καταψεκάζω.
Greek Monotonic
καταψακάζω: Αττ. αντί κατα-ψεκάζω.