προδιομολογέομαι: Difference between revisions

From LSJ

Θυσία μεγίστη τῷ θεῷ τό γ' εὐσεβεῖν → Pietate maius nil offertur numini → Das größte Opfer für den Gott ist Frömmigkeit

Menander, Monostichoi, 246
(Bailly1_4)
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(?s)Medium diacritics=(\w+)(έομαι)(?s)(.*)btext=(-οῦμαι)" to "Medium diacritics=$1$2$3btext=$1οῦμαι")
 
(18 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=prodiomologeomai
|Transliteration C=prodiomologeomai
|Beta Code=prodiomologe/omai
|Beta Code=prodiomologe/omai
|Definition=<span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> <b class="b2">agree in allowing beforehand</b>, <span class="bibl">Pl.<span class="title">Ti.</span>78a</span>, <span class="bibl">Arist. <span class="title">Top.</span>108b15</span>; <b class="b3">π. τινί</b> c. inf., <span class="bibl">D.C.38.14</span>; π. ἵνα . . <span class="bibl">Id.62.21</span>:—Pass., <b class="b3">προδιωμολογημένα</b> <b class="b2">points conceded on both sides beforehand</b>, v.l. for [[προσ-]] in <span class="bibl">Pl.<span class="title">Sph.</span>241a</span>; ἐκεῖνο προδιομολογείσθω <span class="bibl">Arist.<span class="title">EN</span>1103b34</span>; τούτου -ομολογηθέντος <span class="bibl">Ph.1.431</span>.</span>
|Definition=[[agree in allowing beforehand]], Pl.''Ti.''78a, Arist. ''Top.''108b15; <b class="b3">π. τινί</b> c. inf., D.C.38.14; π. ἵνα… Id.62.21:—Pass., [[προδιωμολογημένα]] [[points conceded on both sides beforehand]], [[varia lectio|v.l.]] for [[προσδιομολογέομαι]] in Pl.''Sph.''241a; ἐκεῖνο προδιομολογείσθω [[Aristotle|Arist.]]''[[Nicomachean Ethics|EN]]''1103b34; τούτου -ομολογηθέντος Ph.1.431.
}}
{{bailly
|btext=[[προδιομολογοῦμαι]];<br />convenir auparavant ; [[ἵνα]] que ; <i>Pass.</i> être convenu.<br />'''Étymologie:''' [[πρό]], [[διά]], [[ὁμολογέω]].
}}
{{elru
|elrutext='''προδιομολογέομαι:'''<br /><b class="num">1</b> [[предварительно соглашаться]], [[приходить к соглашению]] Arst.: κατοψόμεθα [[ῥᾷον]], προδιομολογησάμενοι τὸ τοιόνδε Plat. мы легче поймем (это), столковавшись вот насчет чего;<br /><b class="num">2</b> [[ранее признаваться]]: προδιωμολογημένα Plat. заранее признанное; ἐκεῖνο προδιομολογείσθω (ὅτι) Arst. заранее нужно согласиться с тем (что).
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''προδιομολογέομαι''': ἀποθ., συμφωνῶ ἐκ τῶν προτέρων, Πλάτ. Τίμ. 78Α, Ἀριστ. Τοπ. 1, 18, 6· π. τινι, μετ’ ἀπαρ., Δίων Κ. 38. 14· πρ. ἵνα... ὁ αὐτ. 62. 21. ― Παθ., προδιωμολογημένα, προσυμπεφωνημένα, Πλάτ. Σοφ. 241Α· ἐκεῖνο προδιομολογείσθω Ἀριστ. Ἠθικ. Νικ. 2. 2, 3. ― Ρημ. ἐπίθ., προδιομολογητέον, πρέπει τις νὰ παραδεχθῇ ἐκ τῶν προτέρων, ὁ αὐτ. ἐν Τοπ. 2. 3, 2.
|lstext='''προδιομολογέομαι''': ἀποθ., συμφωνῶ ἐκ τῶν προτέρων, Πλάτ. Τίμ. 78Α, Ἀριστ. Τοπ. 1, 18, 6· π. τινι, μετ’ ἀπαρ., Δίων Κ. 38. 14· πρ. ἵνα... ὁ αὐτ. 62. 21. ― Παθ., προδιωμολογημένα, προσυμπεφωνημένα, Πλάτ. Σοφ. 241Α· ἐκεῖνο προδιομολογείσθω Ἀριστ. Ἠθικ. Νικ. 2. 2, 3. ― Ρημ. ἐπίθ., προδιομολογητέον, πρέπει τις νὰ παραδεχθῇ ἐκ τῶν προτέρων, ὁ αὐτ. ἐν Τοπ. 2. 3, 2.
}}
}}
{{bailly
{{lsm
|btext=-οῦμαι;<br />convenir auparavant ; [[ἵνα]] que ; <i>Pass.</i> être convenu.<br />'''Étymologie:''' [[πρό]], [[διά]], [[ὁμολογέω]].
|lsmtext='''προδιομολογέομαι:''' μέλ. <i>-ήσομαι</i>, αποθ., [[συμφωνώ]] εκ των προτέρων — Παθ., είμαι συμφωνημένος και στις δυο μεριές εκ των προτέρων, σε Αριστ.
}}
{{mdlsj
|mdlsjtxt=fut. ήσομαι<br />Dep. to [[grant]] [[beforehand]]:—Pass. to be granted on [[both]] sides [[beforehand]], Arist.
}}
}}

Latest revision as of 20:15, 16 March 2024

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: προδιομολογέομαι Medium diacritics: προδιομολογέομαι Low diacritics: προδιομολογέομαι Capitals: ΠΡΟΔΙΟΜΟΛΟΓΕΟΜΑΙ
Transliteration A: prodiomologéomai Transliteration B: prodiomologeomai Transliteration C: prodiomologeomai Beta Code: prodiomologe/omai

English (LSJ)

agree in allowing beforehand, Pl.Ti.78a, Arist. Top.108b15; π. τινί c. inf., D.C.38.14; π. ἵνα… Id.62.21:—Pass., προδιωμολογημένα points conceded on both sides beforehand, v.l. for προσδιομολογέομαι in Pl.Sph.241a; ἐκεῖνο προδιομολογείσθω Arist.EN1103b34; τούτου -ομολογηθέντος Ph.1.431.

French (Bailly abrégé)

προδιομολογοῦμαι;
convenir auparavant ; ἵνα que ; Pass. être convenu.
Étymologie: πρό, διά, ὁμολογέω.

Russian (Dvoretsky)

προδιομολογέομαι:
1 предварительно соглашаться, приходить к соглашению Arst.: κατοψόμεθα ῥᾷον, προδιομολογησάμενοι τὸ τοιόνδε Plat. мы легче поймем (это), столковавшись вот насчет чего;
2 ранее признаваться: προδιωμολογημένα Plat. заранее признанное; ἐκεῖνο προδιομολογείσθω (ὅτι) Arst. заранее нужно согласиться с тем (что).

Greek (Liddell-Scott)

προδιομολογέομαι: ἀποθ., συμφωνῶ ἐκ τῶν προτέρων, Πλάτ. Τίμ. 78Α, Ἀριστ. Τοπ. 1, 18, 6· π. τινι, μετ’ ἀπαρ., Δίων Κ. 38. 14· πρ. ἵνα... ὁ αὐτ. 62. 21. ― Παθ., προδιωμολογημένα, προσυμπεφωνημένα, Πλάτ. Σοφ. 241Α· ἐκεῖνο προδιομολογείσθω Ἀριστ. Ἠθικ. Νικ. 2. 2, 3. ― Ρημ. ἐπίθ., προδιομολογητέον, πρέπει τις νὰ παραδεχθῇ ἐκ τῶν προτέρων, ὁ αὐτ. ἐν Τοπ. 2. 3, 2.

Greek Monotonic

προδιομολογέομαι: μέλ. -ήσομαι, αποθ., συμφωνώ εκ των προτέρων — Παθ., είμαι συμφωνημένος και στις δυο μεριές εκ των προτέρων, σε Αριστ.

Middle Liddell

fut. ήσομαι
Dep. to grant beforehand:—Pass. to be granted on both sides beforehand, Arist.