συνείρηκα: Difference between revisions

From LSJ

Ζευχθεὶς γάμοισιν οὐκέτ' ἔστ' ἐλεύθερος → Haud liber ultra est, nuptiae quem vinciunt → Wer durch der Ehe Joch vereint, ist nicht mehr frei

Menander, Monostichoi, 197
(Bailly1_5)
(4)
 
(One intermediate revision by the same user not shown)
Line 4: Line 4:
{{bailly
{{bailly
|btext=v. [[συναγορεύω]].
|btext=v. [[συναγορεύω]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''συνείρηκα:''' χρησιμ. ως παρακ. του [[σύμφημι]].
}}
{{elru
|elrutext='''συνείρηκα:''' pf. к [[συναγορεύω]] и к [[σύμφημι]].
}}
}}

Latest revision as of 13:24, 31 December 2018

German (Pape)

[Seite 1011] perf. zu σύμφημι, συνερῶ, συνεῖπον.

French (Bailly abrégé)

v. συναγορεύω.

Greek Monotonic

συνείρηκα: χρησιμ. ως παρακ. του σύμφημι.

Russian (Dvoretsky)

συνείρηκα: pf. к συναγορεύω и к σύμφημι.