ἰχθυήματα: Difference between revisions

From LSJ

Πατὴρ οὐχ ὁ γεννήσας, ἀλλ' ὁ θρέψας σε → Non qui te genuit, est qui nutrivit pater → Dein Vater ist, wer Nahrung dir, nicht Leben gab | nicht Vater ist, wer Leben, sondern Nahrung gab

Menander, Monostichoi, 452
(7)
 
m (LSJ1 replacement)
 
(9 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=ichthyimata
|Transliteration C=ichthyimata
|Beta Code=i)xquh/mata
|Beta Code=i)xquh/mata
|Definition=τά, (ἰχθύα) <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> <b class="b2">fish-scales</b>: hence, <b class="b2">scrapings, shavings</b>, λωτοῦ <span class="bibl">Hp.<span class="title">Ulc.</span>13</span>,al.:sg.only, ib.<span class="bibl">21</span>.</span>
|Definition=τά, ([[ἰχθύα]]) [[fish-scales]]: hence, [[scrapings]], [[shavings]], λωτοῦ Hp.''Ulc.''13,al.:sg.only, ib.21.
}}
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1275.png Seite 1275]] τά, eigtl. Fischschuppen, bei Hippocr. λεπίσματα φλοιῶν, Erotian. erkl. ῥινίσματα, Raspelspäne.
}}
{{ls
|lstext='''ἰχθυήματα''': τά, ([[ἰχθύα]]) λεπίδες, κοιν. «λέπια» ἰχθύων· [[ἐντεῦθεν]], πράγματα σμικρὰ ὁμοιάζοντα μὲ λεπίδας, λεπίσματα, κ.τ.τ., Ἱππ. 877D, 880F, C, κτλ.· τὸ ἑνικ. μόνον ἐν 880F. - [[Κατὰ]] τὸν Ἐρωτιανόν (σ. 488), «[[ἰχθυήματα]], λεπίσματα φλοιῶν».
}}
{{grml
|mltxt=[[ἰχθυήματα]], τὰ (Α) [[ιχθύς]]<br /><b>1.</b> λέπια ψαριών<br /><b>2.</b> όσα μοιάζουν με λεπίδες, με λέπια («[[ἰχθυήματα]] λωτοῦ», Ιπποκρ.).
}}
}}

Latest revision as of 11:23, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἰχθῠήματα Medium diacritics: ἰχθυήματα Low diacritics: ιχθυήματα Capitals: ΙΧΘΥΗΜΑΤΑ
Transliteration A: ichthyḗmata Transliteration B: ichthyēmata Transliteration C: ichthyimata Beta Code: i)xquh/mata

English (LSJ)

τά, (ἰχθύα) fish-scales: hence, scrapings, shavings, λωτοῦ Hp.Ulc.13,al.:sg.only, ib.21.

German (Pape)

[Seite 1275] τά, eigtl. Fischschuppen, bei Hippocr. λεπίσματα φλοιῶν, Erotian. erkl. ῥινίσματα, Raspelspäne.

Greek (Liddell-Scott)

ἰχθυήματα: τά, (ἰχθύα) λεπίδες, κοιν. «λέπια» ἰχθύων· ἐντεῦθεν, πράγματα σμικρὰ ὁμοιάζοντα μὲ λεπίδας, λεπίσματα, κ.τ.τ., Ἱππ. 877D, 880F, C, κτλ.· τὸ ἑνικ. μόνον ἐν 880F. - Κατὰ τὸν Ἐρωτιανόν (σ. 488), «ἰχθυήματα, λεπίσματα φλοιῶν».

Greek Monolingual

ἰχθυήματα, τὰ (Α) ιχθύς
1. λέπια ψαριών
2. όσα μοιάζουν με λεπίδες, με λέπια («ἰχθυήματα λωτοῦ», Ιπποκρ.).