μουνογενής: Difference between revisions

From LSJ

ἀνθρωπεία φύσις πολεμία τοῦ προὔχοντος → human nature is hostile to all that is eminent

Source
(Bailly1_3)
mNo edit summary
 
(7 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=mounogenis
|Transliteration C=mounogenis
|Beta Code=mounogenh/s
|Beta Code=mounogenh/s
|Definition=μουνό-γονος, μουνό-λιθος, μουνο-μήτωρ, μουνο-τόκος, μουνόω, etc., v. μονο-.
|Definition=v. [[μονογενής]].
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''μουνογενής''': -γονος, μουνόλιθος, -μήτωρ, -[[τόκος]], μουνόω, κτλ., ἴδε ἐν λ. μονο-.
|lstext='''μουνογενής''': [[μουνόγονος]], [[μουνόλιθος]], [[μουνομήτωρ]], [[μουνοτόκος]], [[μουνόω]], κτλ., ἴδε ἐν λ. [[μονογενής]].
}}
{{grml
|mltxt=[[μουνογενής]], μουνογενές (Α)<br /><b>ιων. τ.</b> <b>βλ.</b> [[μονογενής]].
}}
}}
{{bailly
{{bailly
|btext=<i>ion. c.</i> [[μονογενής]].
|btext=<i>ion. c.</i> [[μονογενής]].
}}
{{pape
|ptext=ion. = [[μονογενής]].
}}
}}

Latest revision as of 15:57, 3 January 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μουνογενής Medium diacritics: μουνογενής Low diacritics: μουνογενής Capitals: ΜΟΥΝΟΓΕΝΗΣ
Transliteration A: mounogenḗs Transliteration B: mounogenēs Transliteration C: mounogenis Beta Code: mounogenh/s

English (LSJ)

v. μονογενής.

Greek (Liddell-Scott)

μουνογενής: μουνόγονος, μουνόλιθος, μουνομήτωρ, μουνοτόκος, μουνόω, κτλ., ἴδε ἐν λ. μονογενής.

Greek Monolingual

μουνογενής, μουνογενές (Α)
ιων. τ. βλ. μονογενής.

French (Bailly abrégé)

ion. c. μονογενής.

German (Pape)

ion. = μονογενής.