ἰωνίς: Difference between revisions

From LSJ

Κόλαζε τὸν πονηρόν, ἄνπερ δυνατὸς ᾖς → Malum castiga, maxime si sis potens → Den Schurken strafe, wenn du dazu fähig bist

Menander, Monostichoi, 278
(7)
 
m (Text replacement - "-ίδος" to "-ίδος")
 
(6 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=ionis
|Transliteration C=ionis
|Beta Code=i)wni/s
|Beta Code=i)wni/s
|Definition=ίδος, ἡ, <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> <b class="b2">a water bird</b>, <span class="bibl">Ar.Byz.<span class="title">Epit.</span>5.5</span>.</span>
|Definition=-ίδος, ἡ, [[a water bird]], Ar.Byz.''Epit.''5.5.
}}
{{grml
|mltxt=[[ἰωνίς]], -ίδος, ἡ (Α) [[Ίωνες]]<br /><b>1.</b> (θηλ. του [[ιώνιος]]) α) ιωνική<br />β) (ως εθν.) <i>Ιωνίς</i><br />η [[κάτοικος]] της Ιωνίας ή η [[γυναίκα]] που κατάγεται από την Ιωνία<br /><b>2.</b> υδρόβιο [[πτηνό]].
}}
}}

Latest revision as of 14:20, 1 March 2024

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἰωνίς Medium diacritics: ἰωνίς Low diacritics: ιωνίς Capitals: ΙΩΝΙΣ
Transliteration A: iōnís Transliteration B: iōnis Transliteration C: ionis Beta Code: i)wni/s

English (LSJ)

-ίδος, ἡ, a water bird, Ar.Byz.Epit.5.5.

Greek Monolingual

ἰωνίς, -ίδος, ἡ (Α) Ίωνες
1. (θηλ. του ιώνιος) α) ιωνική
β) (ως εθν.) Ιωνίς
η κάτοικος της Ιωνίας ή η γυναίκα που κατάγεται από την Ιωνία
2. υδρόβιο πτηνό.