περιττολογία: Difference between revisions

From LSJ

ἀσκέειν, περὶ τὰ νουσήματα, δύο, ὠφελέειν, ἢ μὴ βλάπτειν → strive, with regard to diseases, for two things — to do good, or to do no harm | as to diseases, make a habit of two things — to help, or at least, to do no harm

Source
(Bailly1_4)
 
(32)
 
Line 1: Line 1:
{{bailly
{{bailly
|btext=<i>att. c.</i> [[περισσολογία]].
|btext=<i>att. c.</i> [[περισσολογία]].
}}
{{grml
|mltxt=η / [[περισσολογία]], ΝΑ [[περιττολογώ]] / [[περισσολογώ]]<br />το να λέει [[κανείς]] περιττά, άχρηστα [[λόγια]].
}}
}}

Latest revision as of 12:17, 29 September 2017

French (Bailly abrégé)

att. c. περισσολογία.

Greek Monolingual

η / περισσολογία, ΝΑ περιττολογώ / περισσολογώ
το να λέει κανείς περιττά, άχρηστα λόγια.